ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ από την Τράπεζα της Ελλάδος επισκέφτηκε τους Αγίους Σαράντα στην Αλβανία, όχι για επιχειρηματικούς λόγους, αλλά γιατί εκεί κτίζεται με απόφαση του τότε Διοικητή της Τράπεζας κ. Τίμου Χριστοδούλου μια μεγάλη εκκλησία. Δεν είναι η ώρα να συζητήσει κανείς ποια η ανάγκη για την ανέγερση εκκλησίας ή σχολείου ή ιατρικού κέντρου.
Η άφιξη στους Αγ. Σαράντα έγινε μέσω Κέρκυρας. Η απόσταση είναι ελάχιστη, πράγμα που μου θύμισε τις αποδράσεις μερικών αγωνιστών κρατουμένων από τις φυλακές Κέρκυρας, που είτε με βάρκα, είτε κολυμπώντας πέρασαν στη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας», η κυβέρνηση της οποίας τους μισούς τους φυλάκισε γιατί εισήλθαν παράνομα στη χώρα, τους άλλους μισούς τους επέστρεψε στη χούντα… Έτσι σταμάτησαν και οι αποδράσεις…
Στο καραβάκι που μας πήγαινε, εκτός από μας ήταν Αλβανοί και ένας εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων με το βοηθό του τον Κυριάκο. Ο τελευταίος, τύπος γαβριά, συνεννοείτο άνετα σε εύθυμους τόνους με τους Αλβανούς είτε χρησιμοποιώντας λέξεις αλβανικές είτε ελληνικές είτε με γκριμάτσες. Κορίνθιος αυτός, Ηλείος εγώ, οι μόνοι κάτω από το αυλάκι στο καράβι, μου έδειξε συμπάθεια, ενημερώνοντάς με για τη ζωή εκεί, για διασκεδάσεις και για ισοτιμίες Λεκ-Δραχμών.
Οι Αγ. Σαράντα, ένας τόπος που πρέπει να υπήρξε όμορφος με παραλία γεμάτη φοίνικες, είναι σήμερα καταστραμμένος. Από τη μια μεριά οι πολυκατοικίες του Εμβρέμ, από την άλλη το ερειπωμένα παλιά αρχοντικά. Η παραλία της έχει καταληφθεί από αυθαίρετα κτίσματα νεόπλουτων Αλβανών, προκλητικά μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια του χώρου. Οι δρόμοι μέσα στη λάσπη, γεμάτοι τεράστιες τρύπες. Εκείνο που σ’ εντυπωσιάζει, όμως, είναι τα αυτοκίνητα. Στα έντεκα, οι εννιά είναι Μερσεντές, παλιά και νέα μοντέλα, μία BMW και το ενδέκατο άλλη μάρκα.
Μοτοσικλέτες κυκλοφορούσαν ελάχιστες, ποδήλατα καθόλου.
Πήγαμε στην εκκλησία, ένας τεράστιος χώρος και με αίθουσες πολλαπλών εκδηλώσεων. Κάποια στιγμή αποφάσισα να τριγυρίσω στην πόλη, να δω τα μαγαζιά και τα σπίτια τους. Κάτω στην παραλία με τους φοίνικες ακούω να με να με φωνάζουν. Ήταν ο Κυριάκος, ο Κορίνθιος, όπως του άρεσε να συστήνεται.
Μ’ οδήγησε σ’ ένα καρόδρομο σχεδόν ερημικό. Μπρος από ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στεκόταν επιβλητικά μια μοτοσικλέτα BMW, Κ.1.200, με αλουμινένιες κεφαλές και εξατμίσεις. Έλαμπε μέσα στην ασχήμια του χώρου. Ο Κυριάκος, αφού την περιεργάστηκε άρχισε να τη χαϊδεύει. «Θα κάνω μια βόλτα, δεν θα με δει κανείς», μου είπε. «Έτσι, μόνο 200 μέτρα». Προσπάθησα να τον αποτρέψω, αυτός είχε πυρετό πάθους στα μάτια του. Δεν άκουγε τίποτα.
Τα κλειδιά πάνω στη μηχανή του έγνεφαν προκλητικά. Έφυγε σαν σίφουνας στον λασπωμένο δρόμο. Συνεπής, όμως, γύρισε σχεδόν αμέσως. Ξαφνικά ο Κυριάκος σωριάστηκε κάτω, αφού ακούστηκε πρώτα ένας ξερός, δυνατός κρότος. Ο Αλβανός ιδιοκτήτης της μοτοσικλέτας έφτασε με το καλάσνικοφ. Εγώ γλύτωσα τη ζωή μου, όμως με συνέλαβαν σαν συνεργό.
Στις τρεις μέρες που ήμουν κρατούμενος, μέχρι να αποφασίσει ο εισαγγελέας, στη χώρα τους είχε ξεσηκωθεί το σύμπαν. Εφημερίδες ραδιόφωνα τηλεοράσεις. «Κωλοέλληνες, ληστές, κατσαπλιάδες, εκμεταλλευτές» μας ανέβαζαν και μας κατέβαζαν. Έτσι ήταν πάντα οι Έλληνες έλεγαν, δεν έχουν αλλάξει.
Έγκριτοι καθηγητές της Νομικής Σχολής με βαρύγδουπο ύφος μιλούσαν για νόμιμη αυτοάμυνα. Στα Τίρανα που μας πήγαν, τον Αλβανό εγκληματία το δικαστήριο αφήνοντας τον ελεύθερο, σήκωσαν στα χέρια οι συμπατριώτες του ως σαν να ήτανε ο νέος Σκερντέμπεης. Εμένα, εμφανώς αμέτοχο στην όλη ιστορία επιχείρησαν να με λιντσάρουν
Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Η προηγούμενη μέρα στο καράβι με τις αφηγήσεις και το παράπονο των Αλβανών μεταναστών μου είχαν αν αντιστρέψει την εικόνα, οδηγώντας με στον εφιάλτη που ένιωσα.
Άραγε, ποιες να ’ναι οι δόσεις της εθνικογενετικής εγκληματικότητας, που κάνει τους λαούς να σηκώνουν στα χέρια τους δολοφόνους ανθρώπων που έκλεψαν ένα βίντεο, μια μοτοσικλέτα ή ένα καρβέλι;
Ποια η μετάλλαξη αντιδικτατορικών καθηγητών που βάζουν στην ίδια στάθμη τον δολοφόνο με τον κλέφτη και τον μικροαπατεώνα;
Μάκης Μπαλαούρας
Πηγή: «Επιφυλλίδες στην ΕΠΟΧΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου