Άρθρο στο «Πριν» 27.11.1993.
Το σ.κ να φύγει από το παραδοσιακό-αμυντικό μοντέλο, απαιτούνται στρατηγικές που να υπερβαίνουν τα όρια του εθνικού χώρου
Οι κυρίαρχες δυνάμεις στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα και ένα φόβο. Το πρόβλημα είναι η μικρή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους σε σχέση με τους οικονομικούς αντιπάλους τους, ΗΠΑ, Ιαπωνία και των νέων βιομηχανικών χωρών της Ανατολής. Ο φόβος τους είναι πως η ολοένα αυξανόμενη σε τρομακτική κλίμακα ανεργία μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες κοινωνικές συγκρούσεις και σε ανεπιθύμητες πολιτικές εξελίξεις (άνοδος της Αριστεράς ή και των νεοφασιστών). Βρήκαν λοιπόν, πως με την μείωση των αποδοχών, των κοινωνικών παροχών και την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας μπορούν να αντιμετωπίσουν και τα δύο. Θα ανέβει έτσι η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων και η κερδοφορία του κεφαλαίου, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί η απασχόληση. Το κοινωνικό αποτέλεσμα όμως είναι πως θα μειωθεί το βιοτικό επίπεδο γιατί θα αναδιανεμηθεί η φτώχεια, ενώ είναι αμφίβολη η μείωση της ανεργίας σε ικανοποιητικό βαθμό και μακροχρόνια πράγμα, που θα επιτυγχανόταν μόνον με ρυθμούς ανάπτυξης του 3-4% και με σημαντική μείωση των ωρών εργασίας.
Οι προτάσεις της Λευκής Βίβλου- και όχι μόνο- προσπαθούν να θεσμοθετήσουν την κοινωνία των 2/3, τη δυαδική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα θα επιφέρουν μια καίρια και συντριπτική ήττα, στρατηγικού χαρακτήρα στο εργατικό κίνημα. Το σ.κ έμεινε στο παραδοσιακό - αμυντικό μοντέλο της εκπροσώπησης των απασχολουμένων και όχι των πολιτών που έχουν εξαρτημένη σχέση με την εργασία είτε εργάζονται είτε είναι άνεργοι, άτομα που καταναλώνουν και που ζουν στη γειτονιά τους περισσότερο καιρό από αυτό της απασχόλησης τους, όταν την έχουν. Οι διαχωριστικές δυνάμεις των εργαζομένων στην ουσία συντηρητικές χλεύασαν, ειρωνεύτηκαν και προπηλάκισαν, ακόμα, και αυτούς που έθεταν θέμα 35ωρου, ακόμα και όταν οι συνάδελφοι του μετάλλου στη Γερμανία το διεκδικούσαν…
Η απουσία του εργατικού κινήματος απ’ αυτές τις εξελίξεις άφησε τις κυρίαρχες δυνάμεις να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δεν είναι τυχαίο πως η πρώτη δημόσια και οργανωμένη συζήτηση έγινε στο Δ.Ν.Τ. πριν μερικές εβδομάδες. Εκεί σχηματίσουν δύο μέτωπα. Το ένα το πιο ακραίο με τους Εγγλέζους συντηρητικούς επικεφαλής και το άλλο το πιο «προοδευτικό» με τους Ντελόρ, τους Γαλλογερμανούς, τους.. Αμερικάνους και τον πρόεδρο του ΔΝΤ! Η ειρωνεία θα’ ναι πως οι εργαζόμενοι-απασχολούμενοι ή μη, εξαιτίας της απουσίας του εργατικού κινήματος θα στηρίξουν τους διαλλακτικούς αποδεχόμενοι τελικά τις προτάσεις τους σαν λιγότερο ακραίες…
Οι ριζοσπαστικές δυνάμεις του σ.κ μπορούν να δημιουργήσουν τους όρους για μια άλλη πορεία του σ.κ ανιχνεύοντας τις συμπτώσεις με τα άλλα κινήματα για να «ανοιχτούν στους δημόσιους χώρους», στην καθημερινή ζωή των πολιτών, στην αναζήτηση νέου πολιτισμού και σχέσεων.
Η προβολή των αιτημάτων όπως αυτό της μείωσης των όρων εργασίας στις 30-32 ώρες μπορεί να πείσει μόνο αν υποβληθεί στο πλαίσιο ενός νέου πολιτισμού, μη δυαδικής.
Τέτοιες στρατηγικές όμως δεν μπορεί παρά να υπερβαίνουν τα όρια ενός εθνικού χώρου, πρέπει να αποκτήσουν υπερεθνική προβολή και παρέμβαση. Όπως γράφει ο Αντρέ Γκορζ «το έθνος-κράτος έχει καταστεί ανίκανο μπροστά στο κεφάλαιο και στις εταιρίες… Μόνο υπερεθνικές εξουσίες μπορούν να επιβάλλουν κανόνες, όρια, προτεραιότητες στο βιομηχανικό και χρηματιστικό κεφάλαιο, να υποχρεώσουν τα κράτη να σέβονται τα δικαιώματα των λαών και τα απαράγραπτα δικαιώματα της ανθρώπινης οντότητας…».
Μάκης Μπαλαούρας, μέλος της Διοίκησης της ΟΤΟΕ

