1996-11-21

Η κρυφή επιτυχία της Πρυτανείας

«Η επιχείρηση "Πολυτεχνείο" εστέφθη με επιτυχία»
("Εξουσία", 21/11/96)

Ο ενθουσιασμός για τον "αναίμακτο" εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου ήταν τόσο μεγάλος ώστε μέσα στα συγχαρητήρια που έδιναν και έπαιρναν τη βδομάδα αυτή πολιτικοί παράγοντες, αστυνομία και πρύτανης, λησμονήθηκε το πραγματικό γεγονός. Κι αυτό δεν είναι άλλο παρά το ότι φέτος επανελήφθη το ίδιο ακριβώς σκηνικό με το περυσινό.

  • Οπως και πέρυσι, έτσι και φέτος ο μεγάλος πρωταγωνιστής του "εορτασμού" ήταν η ίδια η αστυνομία. Πέρυσι, με την εισβολή στο Πολυτεχνείο και τη μαζική σύλληψη 529 νέων. Φέτος, με την εφιαλτική επιχείρηση αποκλεισμού του κέντρου της Αθήνας.
  • Οπως και πέρυσι, έτσι και φέτος το άσυλο καταπατήθηκε βάναυσα. Πέρυσι η βίαιη εκκένωση του Ιδρύματος έγινε με την άδεια της Συγκλήτου. Φέτος η καταπάτηση έγινε από "τα μέσα". Οργανωμένα μέλη σωματείων, καθοδηγούμενα από τον Πρύτανη και το υπουργείο Δημόσιας Τάξης ανέλαβαν να κρατήσουν τις πόρτες του Πολυτεχνείου κλειστές το απόγευμα της Κυριακής, αποκλείοντας την είσοδο σε "ανεπιθύμητους" φοιτητές και διαδηλωτές.
  • Οπως και πέρυσι, έτσι και φέτος, τον τόνο έδωσε ο κ. Μαρκάτος, ο οποίος πασχίζει με κάθε τρόπο τα τελευταία χρόνια να "αποχαρακτηρισθεί", μετά το άγος της καμένης Πρυτανείας που φορτώθηκε το 1991. Μόνο που φέτος αντιμετώπισε την άρνηση της πλειοψηφίας του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού. Τόσο το χειρότερο για την πλειοψηφία. Η Σύγκλητος (που πέρυσι βρισκόταν σε διαρκή συνεδρίαση) παραμερίστηκε και όλη η εξουσία πέρασε στην τριμελή Πρυτανεία. Εκεί ο κ. Μαρκάτος διαθέτει αναμφισβήτητη πλειοψηφία: τον εαυτό του και τον κ. Τσαμασφύρο.

Η μόνη ίσως διαφορά ήταν ότι τα κανάλια δεν μπόρεσαν φέτος να βρουν κάτι αξιόλογο για να βομβαρδίζουν το κοινό τους. Προετοίμασαν βέβαια όσο μπορούσαν το κλίμα τις προηγούμενες μέρες, και φρόντισαν και το απόγευμα της Κυριακής να διασπείρουν ανησυχίες ότι 30 αναρχικοί "κάτι ετοιμάζουν" στο ισόγειο της Αρχιτεκτονικής, αλλά τα γεγονότα ήταν κατώτερα των προσδοκιών τους. Το πλάνο με τη σύλληψη μιας κοπέλας το είδαμε δεκάδες φορές, αλλά ασφαλώς δεν ήταν αρκετό.


Και οι ζημιές; Πού τις βάζετε τις ζημιές, ρωτούν όσοι αισθάνονται ευτυχείς με τη φετινή κατάληξη. Αν περιοριστούμε στην οικονομική ζημιά, ασφαλώς η κινητοποίηση τόσων χιλιάδων ανδρών της αστυνομίας κοστίζει πολύ περισσότερο από την αποζημίωση στα μαγαζιά που βλέπουν τακτικά τις βιτρίνες τους να πέφτουν θύματα μιας άνισης μάχης κι αγώνα. Θα είχε λοιπόν πολύ ενδιαφέρον να ακούσουμε από τα χείλη των κ.κ. Ρωμαίου και Μαρκάτου τον οικονομικό απολογισμό της επιχείρησης "Κλειστό Πολυτεχνείο 96".


Στον αντίποδα της αστυνομικής λογικής που κυριάρχησε βρίσκονται οι αποφάσεις των φοιτητικών συλλόγων και του συλλόγου Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού του ΕΜΠ. Επιθυμία τους να μείνει το Πολυτεχνείο ανοιχτό και να μετέχουν στον εορτασμό όσοι πολίτες επιθυμούν. Η άποψη αυτή εκφράστηκε στη μαζικότατη συνέλευση ΔΕΠ-φοιτητών και εργαζομένων στο ΕΜΠ, αμέσως μετά την περίεργη έκρηξη της Τετάρτης. Στην ίδια κατεύθυνση εργάστηκε ο αντιπρύτανης κ. Πολύζος και ο πρόεδρος του τμήματος Αρχιτεκτόνων κ. Καλογεράς. Πολύτιμη βοήθεια πρόσφερε και η "Κίνηση Πολιτών για Ανοιχτό Πολυτεχνείο", που συντόνισε εξωπανεπιστημιακές πρωτοβουλίες. Η αξία, αλλά και η αδυναμία, όλων αυτών των δυνάμεων ήταν ότι δεν στηρίζονταν σε κανενός είδους μηχανισμούς. Βρέθηκαν έτσι απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τους μηχανισμούς της αστυνομίας και των οργανωμένων "περιφρουρητών".

Θα στεναχωρήσουμε τους ενθουσιώδεις "φαν" του κ. Μαρκάτου στα ΜΜΕ που είναι συνηθισμένοι στο face control των νυχτερινών μαγαζιών και υπερθεματίζουν στην απόφασή του να κλείσει το Ιδρυμα. Η μέθοδος της "κλειστής πόρτας" δεν είναι δική του εφεύρεση -ούτε των λοιπών πρυτάνεων που πρόλαβαν να κλείσουν τα ΑΕΙ όλης της Αθήνας για να μη διασπαρεί η αστυνομική δύναμη. Η ίδια ακριβώς μέθοδος εφαρμοζόταν από τους κυβερνώντες 23 χρόνια πριν, τότε που έγινε αυτό το περίεργο γεγονός που υποτίθεται ότι όλοι σήμερα τιμούμε. Εκλειναν και τότε τις πύλες τους τα ιδρύματα, οσάκις το έκρινε σκόπιμο το δικτατορικό καθεστώς. Οσο για το "control", αυτό είχε ανατεθεί στο "Σπουδαστικό Τμήμα" της Ασφάλειας. Ειδικά στο Πολυτεχνείο τον έλεγχο της "πόρτας" διεκπεραίωναν με απόλυτη επιτυχία οι γνωστοί βασανιστές Βασιλακόπουλος και Σμαϊλης.

Και σ' αυτό το σημείο βρίσκεται ίσως η κυριότερη "επιτυχία" του φετινού εορτασμού. Χωρίστηκαν ακριβώς στα δύο, όσοι επιμένουν στην αξία της μνήμης. Από τη μια μεριά βρέθηκαν εκείνοι που επιδίωκαν να παραμείνει ανοιχτό το ίδρυμα και να μην καταπατηθεί το άσυλο. Από την άλλη, οι "περιφρουρητές", που κι αυτοί διεκδικούν ένα κομμάτι της παράδοσης του ίδιου κινήματος. Μόνο που η συνήθειά τους να βλέπουν παντού μια εχθρική περικύκλωση τους οδήγησε στην ταύτιση με τα σχέδια του κ. Μαρκάτου. Το κέρδος για όσους θέλουν "να τελειώνουμε" μ' αυτό τον ενοχλητικό εορτασμό είναι λοιπόν διπλό: όχι μόνο αποδείχθηκε ότι η λύση σε όλα τα προβλήματα είναι η αστυνομία, αλλά και οι αμετανόητοι νοσταλγοί της εξέγερσης χωρίστηκαν σε δύο κομμάτια, όπου οι μισοί θεωρούν τους άλλους μισούς "σεκιουρητάδες" ή "μπάτσους" ενώ οι δεύτεροι αποκαλούν τους πρώτους "ύποπτους" και "προβοκάτορες". Κάτι μας θυμίζει αυτή η εξέλιξη.

http://www.iospress.gr/megalo1996/megalo19961123.htm

1996-05-05

«Το φως που καίει», επιφυλλίδα «Εποχικά» στην «Εποχή

Χάρηκα που τον είδα να επιστρέφει από τις μακρινές διακοπές του Πάσχα. Όταν μπορούσε τις κρατούσε περισσότερο τους μαθητές. Το μελαχρινό το πρόσωπο μου φάνηκε περισσότερο μελαχρινό και η φαλάκρα του κοκκίνιζε ελαφρά. Σαν να κατάλαβε την σκέψη μου είπε: «Έκανα τα μπάνια μου». Από τότε που είμαστε στο Γυμνάσιο, το πρώτο, σχεδόν πάντα, γινόταν την Μεγάλη Τετάρτη. Αν έφτιαχνε ο καιρός τότε έρχονταν και τα άλλα.

Φέτος δεν είχα πάει στα «άγια χώματα», όπως τα έλεγε, σαρκαστικά για τα ήθη και τα πάθη των κατοίκων τους. Καμιά φορά όμως τα λέγε έτσι και από νοσταλγία.

-«Τη μεγάλη Παρασκευή ξανά ζήτησα βέβαια δεν ήταν όπως παλιά που κατέβαιναν άνθρωποι από τα γύρω χωριά για να πουλήσουν αρνιά κατσίκια και γουρουνάκια για μεγάλωμα.

Θυμάσαι, πουλούσαν κι άλογα και γαϊδούρια που οι υποψήφιοι αγοραστές τα κοιτούσαν στα δόντια… Όμως πάλι στην πλατεία μαζεύτηκε ο κόσμος πίνοντας και γελώντας».

Πράγματι τη Μεγάλη Παρασκευή ήταν για μας η γιορτή. Το μεγάλο Σάββατο και το Πάσχα ήταν οικογενειακές γιορτές. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν κοινωνική. Το πρωί το πανηγύρι-ζωοπανήγυρης για την ακρίβεια- προς το μεσημέρι μαζευόταν όλοι, οι ζώντες στο χωριό αλλά κι αυτοί που ήταν στην Αθήνα, στον Καναδά ή στην Αυστραλία. Κυρίως μέσα από το γκαλά του ποτηριού των ούζων έβλεπαν το παρελθόν. Ότι ωραίο, είχαν κρατήσει απ’ αυτό. Τα άλλα τα άσχημα τα είχαν πετάξει στο καλάθι των άπλυτων…

Ουζοποσία, κεράσματα, πειράγματα. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν και η μέρα που δεν υπήρχε η οικογενειακή εστία. Για λόγους θρησκευτικούς δεν έβαζαν χύτρα. Οι μπακάληδες τροφοδοτούσαν απευθείας με νηστίσιμα τα στομάχια μας. Μεγάλα μαυρισμένα καζάνια- όπου τις άλλες μέρες πιθανώς μούλιαζαν τα ρούχα- έφτιαχναν τα κουκιά. Λαγάνες, ελιές, χταπόδι, κουκιά και ταραμάς ο μεζές μας.

Το βράδυ, αφού έκλειναν τα μαγαζιά της αγοράς άρχιζε το ωραιότερο μέρος των διακοπών του Πάσχα. « Ω, γλυκύ μου έαρ» έλεγε η χορωδία που φτιαχνόταν επί τούτου και διαλύονταν μέχρι την επόμενη Μεγάλη Παρασκευή. Εμείς, πιτσιρικάδες δεν πολυκαταλαβαίναμε τους ύμνους, τους αισθανόμαστε όμως βαθιά.

Ήταν τα πρώτα σκιρτήματα της ερωτικής μας άνοιξης. Τα λουλούδια του στολισμένου Επιταφίου, τα λιβάνια και τα μοσχολίβανα, το κερί που λιώνει, οι άλυκες μυρωδιές, οι δικές μας έφτιαχναν μια αλλιώτικη ατμόσφαιρα, κάτι σαν μαγικό, ερωτικό μαστούρωμα. Και το αποκορύφωμα έρχονταν μόλις έφτανε ο άλλος Επιτάφιος, της κάτω ρούγας πάντα πιο όμορφος από τον δικό μας, ίσως γιατί τον έφτιαχναν τα κορίτσια εκείνης της γειτονιάς που είμασταν ερωτευμένοι. Εκείνος ο Επιτάφιος περιμέναμε να μας φέρει, με ασυγκράτητη λαχτάρα την μέθεξη. Οι επιτάφιοι μαζί πια κι εμείς ανακατεμένοι αγόρια και κορίτσια της πάνω και της κάτω ρούγας, μακριά από τα βλέμματα των γονιών μας επισκεπτόμαστε τα μνήματα. Η μοναδική χρονιάτικη επαφή με αυτούς που έφυγαν. Έξω από το νεκροταφείο μας περίμεναν νέες μυρωδιές κομμένων κλιμάτων. Μυρωδιές, μυρωδιές και ευωσμίες…

«Έ’ ξύπνα», άκουσα την βαριά φωνή του. Γύρισα στην πραγματικότητα που πληγώνει.
«Άκου τι έγινε το Σάββατο. Το απογευματάκι βλέπω πολύ κόσμο να μαζεύεται στην πλατεία. Κυρίως γριές αλλά και κάποιοι πιο νέοι, με την δημοτική αρχή και τους παπάδες μπροστά ξεκίνησαν υπό τους ήχους της μπάντας του Δήμου. Πάνε να προϋπαντήσουν την άνοιξη του Κυρίου, είπα. Μου άρεσε έτσι όπως το σκέφτηκα…»

«Μετά από μία-μιάμιση ώρα επέστρεψαν. Οι γριές είχαν κάτι στο βλέμμα τους που έλαμπε. Βρήκαν την χαμένη τους άνοιξη, σκέφτηκα. Οι παπάδες κρατούσαν στα χέρια τους φανάρια, σαν κι αυτά των παιδιών το βράδυ της Ανάστασης». Παραξενεύτηκα και άρχισα να ρωτάω. Ξέρεις τι ήταν;

«Φέτος για πρώτη φορά ήρθε στην επαρχία το αληθινό φως. Το φως κατευθείαν από τα Ιεροσόλυμα. Μέχρι τώρα το άγιο φως υπήρχε μέσα στο νερό και οι παπάδες το συντηρούσαν σαν τα μάτια τους. Έτσι έδειχναν στον κόσμο. Βέβαια, άμα καμιά φορά έσβηνε, το άναβαν με τα σπίρτα του ελληνικού μονοπωλίου. Κανένα πρόβλημα βέβαια. Παρέμενε ίδια ιερότητα..».

«Φέτος όμως η σοσιαλιστική εκσυγχρονιστική μας κυβέρνηση και κυρίως ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Γεράσιμος Αρσένης αποφάσισαν να διαθέσουν στον θρησκευόμενο λαό τους το πραγματικό Άγιο Φως. Απ’ ευθείας με «F-104» από τους Αγίους Τόπους στον Άραξο. Και από κει για όλη την Πελοπόννησο, την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο. Πιθανόν κι άλλα αεροπλάνα να έφερναν το άγιο φως στα Γιάννενα, την Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη, το Ηράκλειο. Και από κει σε όλη την Ελλάδα! Κάποιοι είπαν πως πρόκειται για ειδωλολατρικές εκδηλώσεις».

Κατάλαβα πως δε μου έκανε πλάκα. Οι παγανιστικές εκδηλώσεις της Μεγάλης Παρασκευής μέσα από αιώνες άνοιξης τι σχέση είχαν με τη μεταφορά του ιερού φωτός. Μάλλον σκοτεινές μέρες Βυζαντίου θύμιζαν. Τον άρτο και τα θεάματα αν και σήμερα το βάρος δεν πέφτει στο πρώτο σκέλος…

Ποιος θα πληρώσει αυτό το «φως που καίει»,… που μας ζεματίζει και μας εκμαυλίζει;

Από την επιφυλλίδα «Εποχικά» του Μ. Μπαλαούρα στην «Εποχή» στις 5 Μαΐου 1996

Δημοφιλείς Αναρτήσεις