Του Μάκη Μπαλαούρα
Η απεργία των εργαζομένων στο Μετρό θα μπορούσε, θα μπορέσει ενδεχομένως, να αποτελέσει τη θρυαλλίδα που θα ξυπνήσει το θεριό, το συνδικαλιστικό κίνημα.
Μπορεί οι ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ να προκήρυξαν 29 πανελλαδικές πανεργατικές απεργίες –μια ιστορική και πανευρωπαϊκή πρωτοπορία– από το 2010 μέχρι σήμερα, όμως σε καμία περίπτωση δεν δημιούργησαν τους όρους και τις συνθήκες ανατροπής των πιο βάρβαρων πολιτικών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ούτε δημιούργησαν μια ελάχιστη ασπίδα προστασίας των εργαζομένων, που οδηγούνται στην ανεργία με γεωμετρική πρόοδο, που δεν καλύπτονται πια από τις στοιχειώδεις εργασιακές σχέσεις.
Το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν να ληφθούν πρωτοβουλίες συντονισμού αγώνων στη βάση ενός σχεδίου δράσης επιμέρους σωματείων και ομοσπονδιών που αντιμετωπίζουν τις ίδιες μισθολογικές, ασφαλιστικές ή εργατικές επιθέσεις. Η απεργία στο Μετρό, στο επίπεδο των σωματείων στην ίδια την επιχείρηση και πολύ περισσότερο των σωματείων στις συγκοινωνίες, δεν είχε αυτή την αυτονόητη δράση. Για παράδειγμα από τα τρία σωματεία της Μετρό άλλη αποφασιστικότητα έδειχνε το ένα και άλλη τα άλλα δύο. Το ίδιο –σε μεγέθυνση– παρατηρήθηκε και με τα υπόλοιπα σωματεία των συγκοινωνιών.
Με αυτούς τους όρους, μια μεγάλη απεργία- η πρώτη απεργία εναντίον του γ΄ Μνημονίου- που σταμάτησε τη λειτουργία του Μετρό για πάνω από μια βδομάδα, έδειχνε ταυτόχρονα την έλλειψη συντονισμού και σαφούς πολιτικής στήριξης από τις υπερκείμενες οργανώσεις, όπως η ΓΣΕΕ, γεγονός που θα μπορούσε να πυροδοτήσει εξελίξεις σε ολόκληρο το σ.κ. Αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύτηκαν κυβέρνηση και ΜΜΕ που κανοναρχούσαν τους απεργούς ως συντεχνίτες, υψηλόμισθους, βολεμένους, ανάλγητους προς τον απλό εργαζόμενο που θέλει να πάει στη δουλειά του και δυναμίτιζαν την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Με άλλα λόγια, τροφοδοτούσαν τον λεγόμενο «κοινωνικό αυτοματισμό». Έτσι κυβέρνηση και τα υπηρετούντα αυτή ΜΜΕ έστρωσαν το δρόμο για την πολιτική επίταξη ή σωστότερα επιστράτευση.
Τα αιτήματα των απεργών
Οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες, τον περασμένο Απρίλιο, υπέγραψαν ΣΣΕ με μηδενικές αυξήσεις για ένα χρόνο με τον τότε υπουργό της κυβέρνησης Λ. Παπαδήμου, Μ. Βορίδη. Η ΣΣΕ θα παρέμεινε σε ισχύ μέχρι και τον Ιούνιο λόγω της μετενέργειας. Όμως, παρά τη ΣΣΕ, η κυβέρνηση, με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, αποφάσισε να εντάξει από 1.1.2013 τους εργαζόμενους στις συγκοινωνίες στο ενιαίο μισθολόγιο του δημοσίου. Με πρωτοβουλία των συνδικάτων, υπήρξαν νέες διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση όπου συμφωνήθηκε η παράταση της ισχύος της ΣΣΕ για τρεις μήνες και στο διάστημα αυτό να υπάρξουν διαπραγματεύσεις για νέα ΣΣΕ. Ξαφνικά, όμως, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την ένταξη των εργαζομένων στο ενιαίο μισθολόγιο. Συνέπεια αυτού είναι η αποδέσμευση του μισθού τους από την ειδικότητα και την ευθύνη και η συνάρτησή του με το εκπαιδευτικό τους επίπεδο. Το αποτέλεσμα είναι νέα μείωση 10-30% των αποδοχών τους, που θα αθροιστεί στις μέχρι τώρα μειώσεις που έχουν φτάσει το 35%. Δηλαδή, συνολικά θα χάσουν μέχρι και 60% του μισθού τους. Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι τα μισθολογικά στοιχεία που διοχέτευσε η κυβέρνηση στα ΜΜΕ αφορούν το κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο, όπου εκεί συμπεριλαμβάνονται εργοδοτικές εισφορές, υποχρεωτικές υπερωρίες λόγω της μείωσης του προσωπικού και αποζημιώσεις για τη συνταξιοδότησή τους.
Επιστράτευση, μείζον βήμα αυταρχισμού
Η απόφαση της κυβέρνησης έρχεται ως συνέχεια άλλων 10 επιστρατεύσεων που έχουν κάνει όλες οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις από τον Κ. Καραμανλή, Α. Παπανδρέου έως τον Κ. Σημίτη, Γ. Παπανδρέου, Κώστα Καραμανλή, και Αντ. Σαμαρά.
Η επιστράτευση, όπως συμφωνούν όλοι οι συνταγματολόγοι, είναι αντισυνταγματική. Το άρθρο 2 του Συντάγματος ορίζει ότι επιστράτευση επιβάλλεται μόνο για να αντιμετωπιστεί θεομηνία, για λόγους δημόσιας υγείας και σε κατάσταση πολέμου. Στην προκειμένη περίπτωση τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει. Εκτός αν πόλεμο εννοούν τον ταξικό πόλεμο.
Ενδιαφέρον έχει να θυμηθούμε ένα άρθρο του σημερινού υπουργού Δικαιοσύνης Αντ. Ρουπακιώτη στην «Αυγή» (24.2.2006), με το οποίο έκρινε αντισυνταγματική την επιστράτευση των ναυτεργατών από την κυβέρνηση Καραμανλή. Ο νυν υπουργός έγραφε τότε ότι «δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής αναγκαστικής εργασίας, πολύ περισσότερο δεν είναι επιτρεπτή ως μέτρο διευθέτησης κοινωνικών ανταγωνισμών». Ο Αντ. Ρουπακιώτης κατέληγε ότι «υπάρχουν θεσμοί και κανόνες για να γίνονται σεβαστοί και να τηρούνται ή να ευτελίζονται και να παραβιάζονται»!
Τι να προσθέσουμε εμείς; Ότι η τωρινή κυβέρνηση είναι εκτάκτου ανάγκης και επομένως αποφασίζει παραβιάζοντας άρθρα του Συντάγματος; Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε και τον συνταγματολόγο Ευ. Βενιζέλο, που το 2006 κατάθεσε πρόταση νόμου για κατάργηση της επιστράτευσης… Σήμερα δηλώνει ότι «η επιστράτευση είναι η πιο ήπια απόφαση που θα μπορούσε να ληφθεί»! Δηλαδή τι θα μπορούσε χειρότερο να συμβεί, απολύσεις, συλλήψεις ή επιστράτευση -όπως λέγεται ότι έθεσε διλημματικά ο Σαμαράς προς Βενιζέλο – Κουβέλη- ή κάτι άλλο, όπως για παράδειγμα να σκάβουν σήραγγες για τις εθνικές οδούς απλήρωτοι, όπως έχει προτείνει ο πρώην υπουργός Π. Δούκας;
Η κυβέρνηση προκειμένου να μη δημιουργηθεί εστία κοινωνικής ανάφλεξης δύο δρόμους έχει: Του κοινωνικού αυτοματισμού και του συνολικού αυταρχισμού. Στην κατεύθυνση αυτή η κυβέρνηση σκέπτεται να απαγορεύσει τις απεργίες που προκηρύσσονται από υπερκείμενες οργανώσεις, όπως των Εργατικών Κέντρων, Ομοσπονδιών ή ακόμα και της ΓΣΕΕ για να καλύψουν κινητοποιήσεις σωματείων που έχουν θεωρηθεί «παράνομες και καταχρηστικές» δικαστικά. Ταυτόχρονα, θα απαγορεύεται σε εργαζόμενους να χρησιμοποιούν τα ρεπό ή την άδειά τους στις ημέρες απεργιών, προκειμένου να αναγκάσει αυτούς που, δυστυχώς, δηλώνουν αδειούχοι ή και ασθενείς για να μην τους αφαιρεθούν τα μεροκάματα της απεργίας. Μετατρέπει ένα εσωτερικό ζήτημα των συνδικάτων σε τακτική χτυπήματος των απεργιών.
Φοβόμαστε, όμως, ότι, επίσης, στόχος της κυβέρνησης είναι η ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών. Παλιός πόθος της Δεξιάς, από την εποχή Μητσοτάκη, που τώρα διατυμπανίζεται από στελέχη της ΝΔ, όπως ο Α. Γεωργιάδης. Από την άλλη μεριά, οι εργαζόμενοι προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να παγώσουν την επίταξή τους, θεωρώντας ότι είναι αντίθετη με το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες –σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν ισχύει η επιστράτευση– καθώς και ότι πλήττεται καίρια το δικαίωμα της απεργίας και οι ΣΣΕ.
Μαθήματα του Γενάρη
Σε πολιτικό επίπεδο, πέραν της ακραιφνούς στήριξης του ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ, για μια ακόμα φορά συνεπής στη λογική του ήξεις αφήξεις, χαρακτήρισε το μέτρο «ακραία επιλογή», αλλά, όπως ξεκαθάρισε ο παλιός συνδικαλιστής της ΓΣΕΕ και σήμερα υπεύθυνος του κόμματος Δημ. Χατζησωκράτης, «δεν προκύπτει πρόβλημα για τη συμμετοχή μας στο κυβερνητικό σχήμα». Ο ΣΥΡΙΖΑ με δηλώσεις του Αλ. Τσίπρα από τις ΗΠΑ, αλλά και με ερώτηση προς την κυβέρνηση όλης της κοινοβουλευτικής ομάδας του, χτυπά τον αυταρχισμό της συγκυβέρνησης στηρίζοντας ταυτόχρονα τον αγώνα των εργαζομένων.
Το ΚΚΕ επίσης στηρίζει τον αγώνα των εργαζομένων, καλώντας τους εργαζόμενους σε αγώνες με σχέδιο και προετοιμασία. Όμως ακόμα και μπροστά σε κομβικούς σταθμούς του εργατικού κινήματος, το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ συνεχίζουν τον ξεχωριστό τους δρόμο, όπως η μη συμμετοχή στο συλλαλητήριο της Παρασκευής, που αποφάσισαν τα σωματεία στις συγκοινωνίες και η διοργάνωση ξεχωριστού το Σάββατο το πρωί!
Τα μαθήματα από τη μεγάλη κινητοποίηση των εργαζομένων στις συγκοινωνίες οφείλουμε να τα αξιοποιήσουμε όλοι, εργαζόμενοι, συνδικάτα, κόμματα της
Αριστεράς. Να συντείνουν όλες οι πρωτοβουλίες στη δημιουργία ενός ευρέος κοινωνικού μετώπου με σαφές σχέδιο, προϊόν συλλογικών διαδικασιών, με συντονισμό σωματείων και ομοσπονδιών με αιχμές τα εργασιακά δικαιώματα, όπως υπεράσπιση και διεκδίκηση ενοποιημένων ΣΣΕ, αντίσταση στις απολύσεις, την ανεργία, τις ιδιωτικοποιήσεις.
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις μπορούν να αξιοποιηθούν και για την προετοιμασία στους χώρους δουλειάς και στην κοινωνία, της πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας που έχουν αποφασίσει ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου. Για να στείλει ένα ζωντανό εργατικό και πολιτικό μήνυμα ανατροπής των δεξιών και μνημονιακών πολιτικών.
Από την ΕΠΟΧΗ