2005-05-08

«Γνώριζες τα βήματα ξάκρινες τους ήχους»* Για τον φίλο μου Πάνο Γεραμάνη**

Μέρες της επετείου του Πολυτεχνείου που μας πέρασε, διαβάζω στην παρασκευάτικη στήλη του στα «ΝΕΑ» ότι πήγαμε μαζί σε μια ταβέρνα στην Καισαριανή και τον παίρνω τηλέφωνο.

-Ρε συ πότε πήγαμε στην ταβέρνα;

-Τα διαβάζεις έ;

Η ίδια στιχομυθία είχε επαναληφθεί και για τη μουσική του εκπομπή στο Β΄ πρόγραμμα της ΕΡΑ.
Ο αδιόρθωτος Πάνος που έφερνε το χθες στο τώρα. Στη διασκέδαση, στο ποδόσφαιρο, στους «Λαϊκούς Βάρδους», στους έρωτες, στους καημούς, στους αγώνες. Όχι σαν αναπόληση, μόνο σαν ζητούμενο του σήμερα.

Όπως έγραψε στα «ΝΕΑ» γνωριστήκαμε «στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1972 στην Εμπορική, την Νομική και το Πολυτεχνείο…».
Πράγματι ένα σούρουπο του Μάη του ‘72 πήγαμε, μαζί με τον Δημήτρη Παπαχρήστο, στις εφημερίδες «δύο περίεργοι έως ύποπτοι άνθρωποι λόγω του θράσους σας» όπως μας είχε πει ο Μηνάς Παπάζογλου που κρατούσε την φοιτητική στήλη στα «ΝΕΑ» για να δώσουμε για δημοσίευση ένα κείμενο με υπογραφές φοιτητών της ΑΣΟΕΕ, οι οποίοι διεκδικούσαν την διεξαγωγή «ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών» στον Σύλλογο φοιτητών της σχολής.
Ο υπεύθυνος της στήλης στην «Ακρόπολη» πήρε με ευγένεια το χαρτί με τις υπογραφές.
Κατεβαίνοντας στο ισόγειο της Φειδίου κοντοσταθήκαμε σιγοψιθυρίζοντας ποια θα ήταν η επόμενή εφημερίδα που θα επισκεπτόμασταν για να αποφύγουμε τις κακοτοπιές.

Τότε ξαφνικά ένας χοντρός, αλλά ευκίνητός τύπος με ζωντανά μάτια μας έκανε νόημα να πάμε στη γωνία σ’ ένα τυροπιτάδικο. Έβγαλε από το σακάκι του το χαρτί με τις υπογραφές και μας είπε. «Δε χρειάζεται να δώσετε τις υπογραφές, τις δείξετε, είπατε τα ονόματα σας πάρτε τις, γιατί μπορεί να της πάρει Ασφάλεια».

Ήταν ο Πάνος Γεραμάνης. Από κείνη τη στιγμή έγινε ο άνθρωπος μας με τον έξω κόσμο. Με συνθηματικούς τρόπους του δίναμε την είδηση κι αυτός την έστελνε στο Παρίσι και από εκεί στο BBC, στην «Ντόϊτσε Βέλε», στην «Φωνή της Αλήθειας». Γίναμε φίλοι καρδιακοί. Τα μεσημέρια στο υπόγειο ταβερνάκι της πλατείας Εξαρχείων. Και για ξεκούραση και για κάθε άλλη χρήση στην γκαρσονιέρα του παραδίπλα. Μια γκαρσονιέρα γεμάτη με μεγεθυμένες φωτογραφίες από όλες τις δίκες των κλιμακίων του Ρήγα Φεραίου. Αργότερα έβαλε και τις δικές μας που έπαιρνε από το φωτογραφικό τμήμα της «Ακρόπολης».

Όταν στρατευθήκαμε ήτανε η μόνη η μόνιμη και σίγουρη επαφή για να μας δίνει πληροφορίες. Κυρίως κουράγιο.

Όταν μας συνέλαβε η ΕΣΑ έψαξε τρόπο να ενημερώσει τις οικογένειές μας, ενώ αμέσως μετά έδωσε την είδηση στους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, με υπερβολές για την δράση μας, προκειμένου, παρέχοντας μας μία κάποια δημοσιότητα, να μας προστατεύσει να μην υποστούμε ανεπανόρθωτη βλάβη.

Μετά την ΕΣΑ μας πήγαινε κάθε βράδυ με ταξί, που αλλάζαμε 2-3 φορές για συνωμοτικούς λόγους, σε ταβέρνες που ούτε καν θυμάμαι που βρίσκονται. Πολλές φορές μαζί με το φίλο και συνάδελφο του τον Γιώργο Λεονταρίτη. Από τα Τουρκοβούνια, στη Καισαριανή και από εκεί στην Κυψέλη ή στις Κουκουβάουνες. Ίσως τότε του κόλλησε η ιδέα να γράφει στα «ΝΕΑ» -πια- για τις λαϊκές ταβέρνες, συντηρώντας όμως και το καταστροφικό, όπως αποδείχτηκε πάχος του. Θυμάμαι μάλιστα, λίγο μετά την μεταπολίτευση επιστρέφοντας από την κηδεία του Βάρναλη, βοηθούντος και του σκοταδιού, ο Πάνος πάτησε σένα τάφο και έπεσε μέσα, με κατάληξη να τον πάμε στο νοσοκομείο για το τσακισμένο πόδι του.

Αργότερα λιγόστεψαν οι επαφές μας. Εγώ για σπουδές και στο ΚΚΕ Εσωτερικού, ο Πάνος στο ΚΚΕ, αργότερα στο ΝΑΡ. Μετά και πάλι ξανά στο ΚΚΕ.

Βρισκόμαστε πια, είτε τυχαία είτε με αφορμή κάποια εκπομπή ή γραφτό του σαν παλιοί εραστές που τους χώρισε η απόσταση και αμήχανα στην αρχή κοιτάζονται μέχρι να αρχίσουν τα γλυκόλογα, τα καλαμπούρια και τα πειράγματα.

Είναι σίγουρο, πως ο Πάνος που ποτέ δεν έμεινε ευχαριστημένος με τη δουλειά του, θα χαιρόταν σαν παιδί, αν ήξερε το τι έγραψαν και τι είπαν για το πρόσωπο του σεμνοί άνθρωποι του λαϊκού τραγουδιού, θρύλοι των γηπέδων, άνθρωποι των γραμμάτων, αλλά κυρίως απλοί μεροκαματιάρηδες που τον γνώριζαν μόνο από τους «λαϊκούς βάρδους» του. Του αξίζει με το παραπάνω. Ατόφιος, λαϊκός, φιλότιμος, υπεύθυνος, σεμνός. Σύντροφος. Από τους αγαπημένους μου. Το μεγαλύτερο της ζωής διαπιστευτήριο που πήρα ποτέ, ήταν αυτό που έγραψε για μένα «ήταν της δικής μου συντροφιάς από το 1972».

Στο καλό σύντροφε και φίλε Πάνο.

ΥΣ. Εκ των υστέρων, μετά τις απώλειες, αντιλαμβανόμαστε το πεπερασμένο του χρόνου. Πολλές φορές συζητήθηκε στην «Εποχή» να του πάρουμε συνέντευξη. Δυστυχώς από αναβολή σε αναβολή, είλωτες της καθημερινότητας, ήλθε το Μεγάλο Σάββατο και ο Πάνος δεν μπορεί πια να μας κάνει πιο καλούς, πιο σοφούς, πιο αισιόδοξους…

*Από τον στίχο «Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους
και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή
τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους
πέφταμε φωνάζοντας κάτω οι Γερμανοί!»,

του Λευτέρη Παπαδόπουλου, από το ποίημα «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» που λογοκρίθηκε και δεν ακουγόταν στις πολλές εκτελέσεις αυτού του τραγουδιού. Για πρώτη φορά ακούστηκε σε συναυλία με τον Σταύρο Ξαρχάκο και το Γιώργο Νταλάρα τον Μάιο του 1988.

**Ο Πάνος Γεραμάνης ήταν δημοσιογράφος, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, βιογράφος, συγγραφέας και ερευνητής της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Μαθητής το 1964, εξέδιδε την εφημερίδα «Αγροτική Φωνή της Χαλκίδας», για να συνεργαστεί στη συνέχεια με πλήθος καθημερινών ή μη εντύπων. Αθλητικές (Άθενς Φούτμπολ, Αθλητικά Χρονικά, Ματιές στα Σπορ, Ομάδα, Πειραϊκά Σπορ, Φως των Σπορ) και ποικίλης ύλης (Απογευματινή, Ακρόπολις, Έθνος και Ελληνοσοβιετικά Χρονικά, Πρώτη, Κέρδος, Τα Νέα). Τα επαγγελματικά και προσωπικά του ενδιαφέροντα επεκτείνονταν στη μουσική, κυρίως στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού του περασμένου αιώνα, το ποδόσφαιρο και το ραδιόφωνο.

Το 1972 καταφέρει να πάρει την πρώτη του συνέντευξη από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενόσω ο μεγάλος συνθέτης βρισκόταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Η δημοσίευση της συγκεκριμένης συνέντευξης σηματοδοτεί μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία του Πάνου, ταυτόχρονα όμως τον χρήζει «κόκκινο πανί» για τη χούντα

Η συμβολή του στο αντιδικτατορικό κίνημα ήταν σημαντική. Σε συνθήκες παρανομίας, έστελνε τακτικά τηλεφωνικές ανταποκρίσεις στην Ντόιτσε Βέλε και σε άλλους ξένους ραδιοσταθμούς για τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν φοιτητές και άλλοι αγωνιστές στα χέρια της Ασφάλειας πριν και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ως δημοσιογράφος και ραδιοφωνική «φωνή» ήταν αγαπημένος και διάσημος, όμως ως αγωνιστής ανήκε στις τάξεις των αφανών, όπως ο ίδιος το επέλεξε. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί για τον Πάνο: «Τέσσερα ήταν τα πράγματα που αγαπούσε: το λαϊκό τραγούδι, το ποδόσφαιρο, οι λαϊκές ταβέρνες (σε συνδυασμό με την παρέα με φίλους) και ασφαλώς το ΚΚΕ και ευρύτερα η Αριστερά».

«Η ΕΠΟΧΗ»

2005-01-30

ΣΤΟ ΓΕΡΟ ΤΖΟΥΝΤΑ, ΤΑ ΞΥΠΟΛΥΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΤΖΑΜΠΑΛΙΑ Της Ιντιφάντα που συνεχίζει... Της Αννίτας Μιχαηλίδου, από τη Γάζα

• Παλαιστίνη!
• Δύο χρόνια μετά.
• Με την εμπειρία τη γνώση, την πίκρα, το κουράγιο της προηγούμενης φοράς.
• Νόμιζα ότι τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα!

Αλήθεια όμως, πως μπορεί να συνηθίσει κανείς να βλέπει σε καθημερινή βάση την καταπάτηση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Το τείχος να υψώνεται εγκλωβίζοντας χιλιάδες ανθρώπους, καταδικάζοντας τους σε κοινωνικό και οικονομικό θάνατο. Την απαγόρευση να ζουν στη γη τους αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια.

Σάββατο πρωί αφήνουμε την Ιερουσαλήμ, μαζί και ο Αλέξανδρος, Παλαιστίνιος που μας συνοδεύει για το Ερές, τη μοναδική δίοδο στη λωρίδα της Γάζας, μια λεπτή λωρίδα γης με 1.500.000 κατοίκους.
Αποκλεισμένη από στεριά, θάλασσα και αέρα δύο χρόνια τώρα. Εμείς και οι σύντροφοι μας από την Ιταλία περιμένουμε με τις ώρες γιατί για το πολύ ποθητό χαρτάκι που θα μας επιστρέψει να περάσουμε.

Παρατηρητές στις εκλογές στη Γάζα

Μοναδικό πλεονέκτημα είναι οι εκλογές, παρακολουθώ την χαλάρωση των μέτρων, οι ώρες κυλούν βασανιστικά. Η ταλαιπωρία μας σπάει από τους ήχους του μπαγλαμά, ο Γιάννης παίζει και η Όλγα σιγοτραγουδά. Μια ανθρώπινη νότα απέναντι στα τανκς, τα συρματοπλέγματα, τους πάνοπλους φαντάρους.

Επιτέλους μετά από 6 ώρες μας επιτρέπουν την είσοδο. Ο Αλέξανδρος γυρίζει πίσω, του απαγορεύεται η είσοδος στην χώρα του. Πεζοί διανύουμε με απόσταση 800 μέτρων περνώντας από φυλάκια, σιδερόφρακτες πόρτες, μέσα από ένα στενό μακρύ τούνελ με ορατές και αόρατες κάμερες να μας παρακολουθούν. Στο τέλος αντικρίζουμε το παλαιστινιακό φυλάκιο, νιώθουμε αναπάντεχα μια ζεστασιά, επί τέλους οι δικοί μας άνθρωποι. Σηκώνοντας τα μάτια ψηλά αντικρίζουμε το Ζέπελιν να εξουσιάζει τον αιθέρα, γύρω τα τανκς να μπαινοβγαίνουν.

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι.

Το ζεστό χαμόγελο και αγκαλιά της Ρέφατ που μας περίμενε, μας ξεκουράζουν.
Στο δρόμο για την πόλη της Γάζας μέσα από το Μπελ Χανούμ, τη Τζαμπαλία, τον προσφυγικό καταυλισμό Nusairat, πόλεις κατεστραμμένες, γεμάτη προσφυγικούς καταυλισμούς, χωματόδρομους, λάσπη, σκόνη. Η εικόνα της εγκατάλειψης, της φτώχειας, διάχυτη παντού. Όμως τα πρόσωπα περήφανα, αποφασιστικά. Συνθήματα σε κάθε τοίχο. Αφίσες με τα πρόσωπα των μαρτύρων και οι σημαίες κόκκινες-πράσινες-μαύρες να κυματίζουν παντού, μας δίνουν την εικόνα ενός λαού ασυμβίβαστου, αποφασισμένου. Στο εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο που καταλήγουμε στην παραλία της Γάζας, αντικρίζουμε στο βάθος τα ισραηλίτικά καράβια να περιπολούν. Απαγορεύεται η είσοδος στη θάλασσα, το ψάρεμα. Η ανεργία 65%, τα καλύτερα χωράφια της Γάζας τώρα καταπατημένα από τους εποίκους. Πιο πέρα το αρχηγείο του Αραφάτ στην Γάζα, με κατεστραμμένα ακόμα κομμάτια του από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του.

Στους δρόμους χιλιάδες παιδιά, αγριεμένα από το τοπίο του πολέμου και της εγκατάλειψης, πολλά ανάπηρα από την συμμετοχή τους στην Ιντιφάντα.

Η παρουσία της Χαμάς διάχυτη παντού, σε γυναίκες που κυκλοφορούν στην καλύτερη περίπτωση με μαντήλα, μα η πλειοψηφία στα κατάμαυρα που μετά βίας διακρίνουν τα μάτια τους.

Και όμως οι γυναίκες μέσα από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που έστησαν, φτιάχνουν παιδικούς σταθμούς, κέντρα υγείας, μικρές γεωργικές επιχειρήσεις, επιμορφωτικά προγράμματα. Σε μία τέτοια ΜΚΟ παραδώσαμε τα 25.000 € που φέραμε για να φτιαχτούν δύο παιδικοί σταθμοί στη Τζαμπαλία και στη Ράφα. Στη συνάντηση με τους πολιτικούς εκπροσώπους των κομμάτων κυριαρχεί το ερώτημα. Μετά τον Αραφάτ τι; Η απάντηση: Δεν πιστεύουν σε τίποτα. Αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από την διεθνή κοινότητα, τους Άραβες. Στηρίζονται στη διεθνή αλληλεγγύη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Στηρίζονται στην απόφασή τους να υπερασπιστούν τη γη, τη ζωή τους μέχρι της τελευταίας ρανίδες του αίματός τους. Στωικοί, αλλά αποφασισμένοι. Κριτικοί, αλλά και μαχητικοί. Διακρίνουμε τις πολιτικές τους διαφορές, που όμως καταλήγουν μέσα από διαφορετικούς δρόμους σ’ ένα το ανεξάρτητο Παλαιστινιακό κράτος. Τολμούν και μιλάνε για το έλλειμμα δημοκρατίας μέσα στην Παλαιστινιακή Αρχή και για ένα καινούργιο ξεκίνημα. Η πλήρης απομόνωση της Λωρίδας της Γάζας την μετέτρεψε σε ισλαμικό καθεστώς. Τα κέντρα διασκέδασης κάηκαν, τα σινεμά καταστράφηκαν. Μόνη διέξοδος η θρησκεία. Σε ένα λαό όπου διακρινόταν από τους υπόλοιπους Άραβες, για το άνοιγμα του στην κοινωνία.

Μια γυναίκα μέσα σε στέκι αντρών

Επόμενη μέρα των εκλογών. Ως παρατηρητές επισκεπτόμαστε τα εκλογικά κέντρα τίποτα σχεδόν διαφορετικό από τις δικές μας εκλογές. Μόνο, που σχεδόν όλες οι εφορευτικές, είναι γυναίκες. Έξω περιπολούν ένοπλοι με στολές ή χωρίς για την ασφάλεια των εκλογικών κέντρων. Μας υποδέχονται με ευγνωμοσύνη. Στη λέξη Γιουνάν ανοίγουν την καρδιά τους. Φεύγουμε για τους προσφυγικούς καταυλισμούς της Τζαμπαλία. Περπατώντας μέσα από τα ερείπια των γκρεμισμένων κτισμάτων από τις ισραηλινές μπουλντόζες, τη λάσπη και τη σκόνη, προσπαθούμε να καταλάβουμε γιατί τόση βαρβαρότητα!

Ξεφεύγοντας από τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής, μαζί με κάποια πιτσιρίκια που ήθελαν να τα φωτογραφίσω μπροστά στο κατεστραμμένο σπίτι τους. Μπαίνω σε ένα υπόστεγο όπου υπήρχαν μαζεμένοι 20 άντρες με μια Παλαιστινιακή σημαία στον τοίχο. Τους χαιρετώ. Ξαφνιάζονται, μια γυναίκα εισβολέας στο χώρο τους που αρχίζει να τους ρώτα για τις εκλογές, τον τρόπο ζωής τους. Τους δείχνω την ταυτότητα της διεθνούς παρατηρήτριας της Παλαιστινιακής Αρχής. Με συνηθίζουν, τους λέω πως είμαι Ελληνίδα, ενθουσιάζονται. Μου φέρουν ζεστό τσάι και η κουβέντα ανάβει, σπαστά αγγλικά ανακατεμένα με αραβικά. Όμως καταλαβαίνω, μιλάνε τα μάτια και καρδιές τους.

Ο περήφανος γέρο- Τζούντα

Ξαφνικά με αρπάζουν από το χέρι και με τραβάνε έξω στο απέναντι σπίτι. Παράδοξο δεν τρόμαξα. Σε λίγο εμφανίζεται μια βιβλική μορφή βγαλμένη από τις εικόνες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Τζούντα 90 χρονών που μιλάει άπταιστα αγγλικά, μου σφίγγει ζεστά το χέρι καλωσορίζοντας και συγχρόνως ευχαριστώντας με για την παρουσία μου.

Το ξετύλιγμα της προσωπικής του ιστορίας κοινή για όλους τους Παλαιστίνιους. Πολέμησε με τους συμμάχους στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διωγμένος από το 1948 με παιδιά και εγγόνια δολοφονημένους από τις ισραηλινές σφαίρες, με το σπίτι του γκρεμισμένο, αλλά περήφανος. Με μάτια που πετούσαν φλόγες, με το λιπόσαρκό κορμί του να δονείται από την οργή, άρχισε να με ρωτάει γιατί η διεθνής κοινότητα σιωπά σε αυτό το έγκλημα, την βαρβαρότητα, την γενοκτονία. Δε μετάνιωσε που πολέμησε τους Ναζί, λυπάται για την φτώχεια και την ταλαιπωρία του τα χρόνια της φυλακής.

Ας γίνουμε σαλπιστές εναντίον της βαρβαρότητας

Αναρωτιέται για το πέπλο σιωπής απέναντι στη κατοχή, τη προσφυγοποίηση, την άσκηση ωμής βίας, το δικαίωμα ζωής και θανάτου των κατοχικών στρατευμάτων σε αυτούς. Αναρωτιέται για το μέλλον των ξυπόλητων, αγριεμένων παιδιών που τριγυρίζουν στα λασπόνερα που μας περικυκλώνουν, ζητώντας κάτι από πάνω μας, που φωνάζουν σαν παιδιά, αλλά και πολεμούν με τις πέτρες μέσα από τα στενά σοκάκια των καταυλισμών τα ατσάλινά τέρατα του κατοχικού στρατού.

Με εξορκίζει! Ενημερώστε, μιλήστε, μεταφέρετε αυτά που είδατε, στους πολιτισμένους λαούς της Ευρώπης που σφυρίζουν αδιάφοροι στην βαρβαρότητα, νομίζοντας ότι εξιλεώνονται χτίζοντας μία πτέρυγα σε κάποιο σχολείο που το πιθανότερο θα γκρεμιστεί σε λίγους μήνες από τα ισραηλινά τανκς.

Ποιος θα μας εξηγήσει και εμάς την τρομακτική εμπειρία που ζήσαμε φεύγοντας από τη Γάζα που μας θύμισε σκηνές από ταινίες τρόμου.

Την ατελείωτη αναμονή μπροστά στην πρώτη σιδερόφρακτη πόρτα μέσα στο σκοτεινό τούνελ, το πέρασμα από αυτή κατ’ άτομο και την ξαφνική τρομακτική πολύ από το πουθενά να σου δίνει εντολή να βγάλεις σακάκια και παλτά και να στριφογυρνάς σημαδευόμενη από ένα οπλοπολυβόλο έξω από την σιδερόφρακτη πόρτα. Μας θύμισε άραγε τίποτα αυτό;

Και αναρωτιέμαι στην επέτειο της απελευθέρωσης των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που τιμούμε 60 χρόνια σήμερα, αποδίδοντας το φόρο τιμής που οφείλουμε στα αδικοχαμένα θύματα, που ευχόμαστε να μην ξανασυμβεί, πόσο υποκριτική είναι η στάση των πολιτισμένων κρατών.

Μόνη παρηγοριά τα λόγια της κόρης δύο επιζώντων Εβραίων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που διαδηλώναμε μαζί έξω απ’ το σπίτι του Σαρόν στην Ιερουσαλήμ για το σταμάτημα της κατοχής. «Οι γονείς μου νιώθουν ντροπή και πόνο».

Μας αρκεί όμως όλους τους υπόλοιπους αυτό; Είμαστε όλοι και όλες συνένοχοι/συνένοχες με τη σιωπή μας. Οι κυβερνήσεις, οι μικρές και μεγάλες εξουσίες, οι κάθε λογής βολεμένοι/βολεμένες στο μικρόκοσμο μας.

Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας συνεχίζονται. Ποιος θα τα σταματήσει; Η διεθνής αλληλεγγύη, το τέρμα της σιωπής και ανοχής.

Ελπίζω τα δισέγγονά του Τζούντα να ζήσουν σε μία ελεύθερη Παλαιστίνη.
Πηγή: Η Εποχή 30/1/2005