2018-07-16

Ένας τελικός παγκοσμίου κυπέλλου σε ένα νοσοκομείο της Ραμάλα ( 2002 Βρα­ζι­λία–Γερ­μα­νία 2-0)

Του Βασίλη Παπαστεργίου

Ο τε­λι­κός του Μου­ντιάλ εί­ναι ο πιο ση­μα­ντι­κός α­γώ­νας της τε­τρα­ε­τίας. Εί­ναι το τέ­λος μιας σει­ράς ε­κα­το­ντά­δων α­γώ­νων α­νά τον πλα­νή­τη, που ό­λοι έ­χουν τη ση­μα­σία τους. Πριν το Γερ­μα­νία – Αργε­ντι­νή το 2014, στα προ­κρι­μα­τι­κά υ­πήρ­ξε π.χ. έ­να Τζι­μπου­τί- Να­μί­μπια και έ­να Νέα Κα­λη­δο­νία – Νή­σοι Σο­λο­μώ­ντα, που ή­ταν το μα­τς της χρο­νιάς για τους αν­θρώ­πους ε­κεί.
Πολ­λοί άν­θρω­ποι –με­τα­ξύ τους κι ε­γώ– θυ­μού­νται που βρι­σκό­ντου­σαν την η­μέ­ρα του τε­λι­κού του Πα­γκο­σμίου Κυ­πέλ­λου, κά­θε τε­λι­κού που έ­χουν ζή­σει. Έτσι κι ε­γώ θυ­μά­μαι α­κρι­βώς που εί­δα κά­θε τε­λι­κό με­τά το 1978, που εί­ναι ο πρώ­τος που θυ­μά­μαι.

Θυ­μά­μαι, λοι­πόν, ό­τι τον τε­λι­κό του 2002 τον εί­δα σε έ­να νο­σο­κο­μείο στη Ρα­μά­λα. Ήταν 30 Ιου­νίου 2002, 16 χρό­νια και λί­γες μέ­ρες α­πό σή­με­ρα.
Ήταν οι μέ­ρες που το Ισραήλ εί­χε ε­πι­βά­λει α­πα­γό­ρευ­ση κυ­κλο­φο­ρίας σε ό­λες τις πα­λαι­στι­νια­κές πό­λεις. Ο Αρα­φάτ ή­ταν α­πο­κλει­σμέ­νος στο αρ­χη­γείο του, πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος α­πό τα ισ­ρα­η­λι­νά ταν­κς. Κι ό­λα αυ­τά μό­λις 7 χρό­νια με­τά την πα­ρά λί­γο ι­στο­ρι­κή συμ­φω­νία στο Ελσίν­κι, που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι ά­νοι­γε το δρό­μο στη δη­μιουρ­γία του πα­λαι­στι­νια­κού κρά­τους.
Προσ­γειω­θή­κα­με στο Τελ Αβί­β, μια ο­μά­δα πε­ρί­που 20 αν­θρώ­πων α­πό την Ελλά­δα. Ανά­με­σά μας ή­ταν η α­ξέ­χα­στη Αννίτα Μιχαηλίδου και ο α­ξέ­χα­στος Γκουί­ντο Τζιό­φφι. Στους αρ­μό­διους του α­ε­ρο­δρο­μίου δη­λώ­σα­με ό­τι εί­μα­στε προ­σκυ­νη­τές του Πα­νά­γιου Τά­φου, κά­τι που δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σε να γί­νει πι­στευ­τό με βά­ση την εμ­φά­νι­ση του ό­λου γκρουπ. Ωστό­σο έ­κα­ναν ό­τι μας πί­στε­ψαν.
Φτά­σα­με στην Ιε­ρου­σα­λήμ. Για δυο – τρεις μέ­ρες πε­ρι­φε­ρό­μα­στε μέ­σα στο τεί­χη της πα­λιάς πό­λης πε­ρι­μέ­νο­ντας την άρ­ση της α­πα­γό­ρευ­σης κυ­κλο­φο­ρίας στα κα­τε­χό­με­να για να μπού­με μέ­σα. Η πα­λιά Ιε­ρου­σα­λήμ εί­ναι μια μα­γι­κή πό­λη. Ακού­γε­ται κλι­σέ, αλ­λά εί­ναι στ’ α­λή­θεια σαν να τα­ξι­δεύεις σε έ­να πο­λύ πα­ρελ­θό­ντα χρό­νο.
Πή­γα­με και στη σύγ­χρο­νη Ιε­ρου­σα­λήμ. Για να μπεις σε μπα­ρ, πέρ­να­γες έ­λεγ­χο στην εί­σο­δο, για το φό­βο αν έ­χεις μα­ζί σου ε­κρη­κτι­κά. Μια μέ­ρα πέ­σα­με πά­νω σε μια σχο­λι­κή εκ­δρο­μή μα­θη­τών του δη­μο­τι­κού. Μπρο­στά και στο πλάι οι δά­σκα­λοι με αυ­τό­μα­τα ό­πλα στα χέ­ρια και πί­σω οι μα­θη­τές, μια α­πί­στευ­τη ει­κό­να. Κι ω­στό­σο, μια κοι­νω­νία έ­χει εκ­παι­δευ­τεί να θεω­ρεί αυ­τή την ει­κό­να φυ­σιο­λο­γι­κή.

Ta check points
Ήρθε η μέ­ρα να πε­ρά­σου­με στα πα­λαι­στι­νια­κά ε­δά­φη. Για να μπεις στη Ρα­μά­λα, τη Να­μπλούς ή τη Βη­θλεέ­μ, έ­πρε­πε να πε­ρά­σεις α­πό τα ση­μεία ε­λέγ­χου του ισ­ρα­η­λι­νού στρα­τού, τα πε­ρί­φη­μα check points. Η λο­γι­κή λέει ό­τι οι έ­λεγ­χοι θα έ­πρε­πε να εί­ναι πιο αυ­στη­ροί για να μπεις στο Ισραήλ και πο­λύ λι­γό­τε­ρο για να πας στα πα­λαι­στι­νια­κά ε­δά­φη. Δεν α­πο­δείχ­θη­κε σω­στή αυ­τή η ε­κτί­μη­ση. Φτά­σα­με σε έ­να check point και κα­τε­βή­κα­με. Πε­ρι­μέ­να­με κά­τω α­πό τον καυ­τό ή­λιο της Μέ­σης Ανα­το­λής. Μα­ζί μας, δε­κά­δες Πα­λαι­στί­νιοι, μα­νά­δες με τα παι­διά τους, γριές και γέ­ροι, νέ­οι ά­ντρες που γυρ­νού­σαν α­πό την ερ­γα­σία τους στην Ιε­ρου­σα­λήμ.
-Πό­σο θα πε­ρι­μέ­νου­με;
Κα­νείς δεν ξέ­ρει. Οι ισ­ρα­η­λι­νοί στρα­τιώ­τες δεν μι­λούν, δεν δί­νουν α­πά­ντη­ση. Όταν υ­πάρ­χει κά­ποια κί­νη­ση, σπρώ­χνουν, βρί­ζουν, κλω­τσά­νε, τους φέ­ρο­νται σαν ζώα. Και ο κό­σμος α­πλά πε­ρι­μέ­νει. Το check point δεν α­νοί­γει. Κά­ποιοι που πε­ρι­μέ­νουν μα­ζί μας, μας ε­ξη­γού­ν: «Κα­μιά φο­ρά α­νοί­γουν α­μέ­σως, άλ­λες φο­ρές πε­ρι­μέ­νεις 3-4 ώ­ρες, κά­ποιες φο­ρές κοι­μό­μα­στε ε­δώ. Μια γυ­ναί­κα την προ­η­γού­με­νη ε­βδο­μά­δα γέν­νη­σε στο check point». Μοι­ρο­λα­τρία και α­πελ­πι­σία. Πε­ρι­μέ­νου­με μία, δυο, τρεις ώ­ρες. Στο τέ­λος κά­ποιος μας λέει ό­τι υ­πάρ­χουν πα­ρά­νο­μα τα­ξί, που μπο­ρούν μέ­σα α­πό α­πό­κε­ντρες δια­δρο­μές να σε πά­νε ε­ντός. Μπαί­νου­με σε τέ­τοια τα­ξί. Αφή­νου­με πί­σω μας τον κό­σμο που πε­ρι­μέ­νει, για πό­σες ώ­ρες α­κό­μα, ποιος ξέ­ρει; Άνθρω­ποι για τους ο­ποίους το τα­ξί­δι α­πό, και προς, τη δου­λειά τους εί­ναι μια κα­θη­με­ρι­νή ο­δύσ­σεια. Φεύ­γεις α­πό το σπί­τι σου χω­ρίς να ξέ­ρεις κα­τά διά­νοια τι ώ­ρα θα γυ­ρί­σεις. Δεν γί­νε­ται ό­μως αλ­λιώς, δεν υ­πάρ­χουν δου­λειές στα κα­τε­χό­με­να. Τε­λι­κά, με τα πα­ρά­νο­μα τα­ξί μπαί­νου­με στα κα­τε­χό­με­να.

Ό,τι κυ­κλο­φο­ρεί, πυ­ρο­βο­λεί­ται
Τα πά­ντα εί­ναι κλει­στά, υ­πάρ­χει α­πα­γό­ρευ­ση κυ­κλο­φο­ρίας. Ισρα­η­λι­νά ταν­κς πε­ρι­πο­λούν στους δρό­μους. Οι δρό­μοι εί­ναι χα­ραγ­μέ­νοι α­πό τις ερ­πύ­στριες. Κά­θε πέ­μπτη μέ­ρα, οι Ισρα­η­λι­νοί ε­πι­τρέ­πουν την κυ­κλο­φο­ρία με­τα­ξύ 9πμ και 3μμ, προ­κει­μέ­νου να γί­νει ο α­νε­φο­δια­σμός των σπι­τιών. Τις υ­πό­λοι­πες ώ­ρες και μέ­ρες τα μό­να ο­χή­μα­τα που ε­πι­τρέ­πε­ται να κυ­κλο­φο­ρούν εί­ναι τα α­σθε­νο­φό­ρα. Ό,τι άλ­λο κυ­κλο­φο­ρεί, πυ­ρο­βο­λεί­ται. Τα πα­ντζού­ρια εί­ναι ό­λα κλει­στά, υ­πο­χρεω­τι­κά. Μό­νο στις 9 το πρωί της πέ­μπτης μέ­ρας ξαφ­νι­κά η πό­λη ζω­ντα­νεύει, ο κό­σμος τρέ­χει στους δρό­μους, τα πα­ρά­θυ­ρα α­νοί­γουν, τα μα­γα­ζιά α­νε­βά­ζουν ρο­λά. Στις 14:55 ό­λα έ­χουν τε­λειώ­σει.
Φτά­νου­με στη Ρα­μά­λα, μας προω­θούν σε έ­να νο­σο­κο­μείο. Εδώ θα πε­ρά­σου­με τις ε­πό­με­νες δύο ε­βδο­μά­δες. Θα μέ­νου­με μέ­σα στο νο­σο­κο­μείο, θα μπαί­νου­με στα α­σθε­νο­φό­ρα έ­τσι ώ­στε να μπο­ρού­με να κυ­κλο­φο­ρή­σου­με και να δού­με λί­γο την κα­τά­στα­ση που ε­πι­κρα­τεί.
Εγώ μπαί­νω σε μια φαρ­μα­κα­πο­θή­κη. Παίρ­νω τις πα­ραγ­γε­λίες για φάρ­μα­κα, τα κα­τε­βά­ζω και με τα α­σθε­νο­φό­ρα κά­νω δια­νο­μή κα­τ’ οί­κον. Και κά­πως έ­τσι μπαί­νω στα σπί­τια των Πα­λαι­στι­νίων. Δί­νου­με τα φάρ­μα­κα, μας σερ­βί­ρουν το τσάι και αρ­χί­ζει η κου­βέ­ντα.
Έχουν α­πελ­πι­στεί. Με το Ελσίν­κι πί­στε­ψαν σε μια λύ­ση, αλ­λά τώ­ρα η κα­τά­στα­ση έ­χει ξε­φύ­γει. Δεν έ­χουν δου­λειές, ζουν σαν φυ­λα­κι­σμέ­νοι στα σπί­τια τους. Αλλά δεν θέ­λουν να φύ­γουν. Αυ­τό εί­ναι που θέ­λει το Ισραήλ. Εξάλ­λου έ­χουν συγ­γε­νείς πρό­σφυ­γες στο Λί­βα­νο και την Ιορ­δα­νία, ζουν ε­δώ και δε­κα­ε­τίες σε προ­σφυ­γι­κά κα­μπ, ζωή εί­ναι κι αυ­τή;
Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι λέ­νε ό­τι δέ­χο­νται τη λύ­ση των δύο κρα­τών, κά­ποιοι –αρ­κε­τά λι­γό­τε­ροι– εί­ναι α­ντί­θε­τοι στην ι­δέα του κρά­τους του Ισραήλ. Τους λέω ό­τι δια­φω­νώ μα­ζί τους σε αυ­τό, το δέ­χο­νται.
Μας μι­λούν για τους κα­θη­με­ρι­νούς μι­κρούς ε­ξευ­τε­λι­σμούς α­πό τους Ισρα­η­λι­νούς. Το εί­δα­με ε­ξάλ­λου στα check points. Τις προ­σβο­λές, τα χτυ­πή­μα­τα με γκλο­π, τους τραυ­μα­τι­σμούς α­πό σφαί­ρα για ψύλ­λου πή­δη­μα, την προ­κλη­τι­κή α­τι­μω­ρη­σία των Ισρα­η­λι­νών.
Όταν γί­νε­ται μια ε­πί­θε­ση αυ­το­κτο­νίας στο Ισραή­λ, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι χαί­ρο­νται. Τους λέω ό­τι θα έ­κα­να μια διά­κρι­ση με­τα­ξύ του στρα­τού κα­το­χής και του γε­νι­κού πλη­θυ­σμού του Ισραήλ. Ωστό­σο, και ξέ­ρω ό­τι αυ­τό που λέω εί­ναι κά­πως, ε­κεί­νες τις μέ­ρες κα­τά­λα­βα τους βομ­βι­στές αυ­το­κτο­νίας. Θέ­λω να πω ό­τι αν κά­ποιος εί­ναι Πα­λαι­στί­νιος, 20χρο­νος και υ­φί­στα­ται ό­λο αυ­τό τον κα­θη­με­ρι­νό ε­ξευ­τε­λι­σμό, δεν νο­μί­ζω ό­τι εί­ναι πα­ρά­λο­γο να ε­πι­λέ­ξει την η­ρωι­κή έ­ξο­δο σε σχέ­ση με μια ζωή τα­πεί­νω­σης. Λυ­πά­μαι, αλ­λά ό­ποιος έ­χει άλ­λη γνώ­μη, ας πά­ει μια βόλ­τα α­πό ε­κεί πρώ­τα και με­τά το συ­ζη­τά­με.
Ένα βρά­δυ οι Ισρα­η­λι­νοί στα­μα­τά­νε το α­σθε­νο­φό­ρο. Μας στή­νουν στον τοί­χο, προ­τάσ­σουν τα αυ­τό­μα­τα. Εί­ναι σκο­τά­δι, α­γριευό­μα­στε. Τε­λι­κά κά­νουν έ­λεγ­χο στο α­σθε­νο­φό­ρο. Μας κρα­τά­νε έ­τσι πε­ρί­που μι­σή ώ­ρα. Με­τά φεύ­γουν χω­ρίς να πουν τί­πο­τα.
Εν τω με­τα­ξύ στην Ια­πω­νία και την Νό­τια Κο­ρέα διε­ξά­γε­ται το Πα­γκό­σμιο Κύ­πελ­λο. Εί­χα­με μπει στη φά­ση των νο­κ-ά­ουτ. Πα­ρά την α­πελ­πι­σία της κα­τά­στα­σης, ο κό­σμος βλέ­πει μπά­λα με με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον. Βλέ­που­με τα μα­τς σε δω­μά­τια αρ­ρώ­στων που πρό­θυ­μα μας φι­λο­ξε­νούν ή στις τη­λε­ο­ρά­σεις των διοι­κη­τι­κών υ­πη­ρε­σιών. Μπύ­ρα δεν ε­πι­τρέ­πε­ται, πί­νου­με τσάι, αλ­λά ω­ραία εί­ναι κι έ­τσι.

Ο τε­λι­κός
Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι υ­πο­στη­ρί­ζουν τη Βρα­ζι­λία, λι­γό­τε­ροι την Τουρ­κία, κα­νέ­νας τις Η­ΠΑ. Η νί­κη της Γερ­μα­νίας ε­πί των Η­ΠΑ πα­νη­γυ­ρί­ζε­ται, αλ­λά η Γερ­μα­νία δεν έ­χει κα­μία συ­μπά­θεια στη συ­νέ­χεια. Η α­ντι­πά­θεια προς τους Γερ­μα­νούς θα μπο­ρού­σε να συ­νο­ψι­στεί στην φρά­ση «σκό­τω­σαν και κυ­νή­γη­σαν τους Ισρα­η­λι­νούς κι έ­τσι αυ­τοί ήρ­θαν και μας κα­τσι­κώ­θη­καν στην χώ­ρα μας». Κά­πως προ­βλη­μα­τι­κό, αλ­λά αυ­τό ή­ταν.
Η Βρα­ζι­λία νι­κά την Τουρ­κία στον η­μι­τε­λι­κό και έ­τσι ο τε­λι­κός εί­ναι Βρα­ζι­λία – Γερ­μα­νία.
Η μέ­ρα του τε­λι­κού εί­ναι η τε­λευ­ταία μας πλή­ρης μέ­ρα. Την ε­πό­με­νη φεύ­γου­με για Ελλά­δα. Πη­γαί­νω να δω το μα­τς σε έ­να δω­μά­τιο με δυο τραυ­μα­τίες. Ο έ­νας έ­χει σφαί­ρες στο πό­δι α­πό Ισρα­η­λι­νούς, βγή­κε α­πό το σπί­τι να δει την α­δελ­φή τους που ή­ταν άρ­ρω­στη. Ο άλ­λος δεν θυ­μά­μαι τι εί­χε. Όλες οι πόρ­τες στα δω­μά­τια α­νοι­χτές, ό­λος ο κό­σμος, άρ­ρω­στοι, νο­ση­λευ­τές και αλ­λη­λέγ­γυοι βλέ­που­με μπά­λα. Τρέ­λα. Όλος ο κό­σμος υ­πο­στη­ρί­ζει τη Βρα­ζι­λία. Νο­μί­ζω ό­τι η Βρα­ζι­λία εί­ναι η έκ­φρα­ση της πο­δο­σφαι­ρι­κής ου­το­πίας. Προ­φέ­ρο­ντας την λέ­ξη «Βρα­ζι­λία», κά­ποιος φα­ντά­ζε­ται την τέ­λεια ο­μά­δα που δεν υ­πήρ­ξε, ού­τε πρό­κει­ται να υ­πάρ­ξει πο­τέ, μια εν­δε­κά­δα χο­ρευ­τών, μά­γων της μπά­λας. Η δε­κα­ε­τία του ‘50 προ­σέ­δω­σε αυ­τή την έν­νοια σε αυ­τή τη λέ­ξη και αυ­τή η μα­γεία πα­ρα­δό­ξως α­κό­μα διαρ­κεί. Κά­ποιοι βέ­βαια, ό­πως ο Ρο­ναλ­ντί­νιο ή ο Ρι­βάλ­ντο φρό­ντι­σαν να α­να­νεώ­σουν αυ­τό το μύ­θο.
Όταν λέω ό­τι ό­λοι υ­πο­στη­ρί­ζουν τη Βρα­ζι­λία, εν­νοώ ό­λοι. Ακό­μα και οι γερ­μα­νοί αλ­λη­λέγ­γυοι! Θες α­πό την πε­ρί­φη­μη γερ­μα­νι­κή ε­νο­χή (που α­κό­μα δια­τη­ρούν οι αλ­λη­λέγ­γυοι), θες α­πό το γε­νι­κό­τε­ρο κλί­μα, οι γερ­μα­νοί αλ­λη­λέγ­γυοι υ­πο­στη­ρί­ζουν φα­νε­ρά και κά­πως κραυ­γα­λέα τους Βρα­ζι­λιά­νους.
Ο Ρι­βάλ­ντο σου­τά­ρει, ο Καν χά­νει τη μπά­λα μέ­σα α­πό τα χέ­ρια του, ο χο­ντρού­λης Ρο­νάλ­ντο έρ­χε­ται, 1-0. Λί­γο με­τά πά­λι ο Ρο­νάλ­ντο κά­νει το 2-0. Χα­μός, φω­νές σε ό­λους τους θα­λά­μους. Πέ­φτει το σκο­τά­δι, η­συ­χία στο νο­σο­κο­μείο, οι άρ­ρω­στοι εί­ναι χα­ρού­με­νοι, οι Βρα­ζι­λιά­νοι κέρ­δι­σαν, οι Γερ­μα­νοί έ­χα­σαν. Όλα αύ­ριο θα εί­ναι τα ί­δια, αλ­λά κά­τι κα­λό έ­γι­νε α­πό­ψε. Η νί­κη της Βρα­ζι­λίας εί­ναι η νί­κη των φτω­χών και κα­τα­φρο­νε­μέ­νων αυ­τού του κό­σμου. Εί­ναι (ξα­νά!) κλι­σέ, αλ­λά εί­ναι α­λή­θεια.
Την ε­πό­με­νη μέ­ρα φτά­νου­με στο Μπεν Κου­ριόν τρεις ώ­ρες πριν την πτή­ση, (α­φού έ­χου­με φά­ει έ­να τε­τράω­ρο στο check point). Οι Ισρα­η­λι­νοί της α­σφά­λειας α­ε­ρο­δρο­μίου μας πε­ρι­μέ­νουν σε έ­να κλί­μα «προ­σκυ­νη­τές του Πα­νά­γιου Τά­φου, ε; Τώ­ρα θα ε­ξη­γη­θού­με, που­λά­κια μου».
Μου βγά­ζουν τα ρού­χα, μου παίρ­νουν το κι­νη­τό, το συν­δέ­ουν με έ­να υ­πο­λο­γι­στή, κοι­τά­ζουν ό­λες μου τις κλή­σεις, τα βά­ζω με την α­φέ­λειά μου να μην δια­γρά­ψω ό­λες μου τις κλή­σεις αυ­τές τις μέ­ρες.
– Πό­τε θα φύ­γου­με;
– Θα δού­με αν θα φύ­γε­τε.
Με πά­νε σε έ­να δω­μά­τιο που με πα­ρα­λαμ­βά­νει μια πι­τσι­ρί­κα Ισρα­η­λι­νή, δεν θα ή­ταν πά­νω α­πό 25.
– Τι ήρ­θες να κά­νεις ε­δώ;
– Να δω τι συμ­βαί­νει και να βο­η­θή­σω τους Πα­λαι­στί­νιους
– Και τι εί­δες;
– Ότι τους έ­χε­τε κά­νει το βίο α­βίω­το.
– Πο­λύ τους βοή­θη­σες, σε 15 μέ­ρες φεύ­γεις, φο­βε­ρή αλ­λη­λεγ­γύη, μπρά­βο, ω­ραίος τύ­πος εί­σαι!
Ει­ρω­νεία και πλη­ρω­μέ­νη α­πά­ντη­ση. Δα­γκώ­νο­μαι.
Τε­λι­κά μπαί­νου­με στο α­ε­ρο­πλά­νο την τε­λευ­ταία στιγ­μή, προσ­γειω­νό­μα­στε στο πα­λιό α­ε­ρο­δρό­μιο του Ελλη­νι­κού, οι ελ­λη­νι­κές ε­φη­με­ρί­δες γρά­φουν για μια βόμ­βα που έ­σκα­σε στα χέ­ρια ε­νός νε­α­ρού στον Πει­ραιά, η α­στυ­νο­μία τον συν­δέει με την τρο­μο­κρα­τία και την 17 Νοέμ­βρη. «Σι­γά μην πιά­σουν την 17 Νοέμ­βρη», σκέ­φτο­μαι και παίρ­νω το λεω­φο­ρείο για το σπί­τι.
Ήταν 1η Ιου­λίου 2002. Τέ­λος του τα­ξι­διού, τέ­λος του Πα­γκο­σμίου Κυ­πέλ­λου.
Δεν ξα­να­γύ­ρι­σα στην Πα­λαι­στί­νη. Σκέ­φτο­μαι αυ­τή την πι­τσι­ρί­κα και θυ­μώ­νω για­τί σκέ­φτο­μαι ό­τι α­πο­δεί­χτη­κε ό­τι εί­χε δί­κιο.

Η Πα­λαι­στί­νη εί­ναι μό­νη
Η Πα­λαι­στί­νη εί­ναι μό­νη. Το Πα­λαι­στι­νια­κό εί­ναι μια πλη­γή που συ­νε­χώς αι­μορ­ρα­γεί. Το Ισραή­λ, ας μην φο­βό­μα­στε τις λέ­ξεις, εί­ναι το α­παρτ­χάι­ντ του 21ου αιώ­να. Η στρα­τη­γι­κή του συ­νο­ψί­ζε­ται στο να υ­πο­χρεώ­σει τους Πα­λαι­στί­νιους να φύ­γουν παίρ­νο­ντας κομ­μα­τά­κι – κομ­μα­τά­κι τη γη τους.
Κα­θη­με­ρι­νά νέ­οι ε­ποι­κι­σμοί, που α­πο­μα­κρύ­νουν ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο τη δί­καιη λύ­ση.
Και πα­ράλ­λη­λα, ω­μή βία, δο­λο­φο­νίες, πο­λύ­χρο­νες φυ­λα­κί­σεις χω­ρίς κα­τη­γο­ρία. Η αυ­το­α­πο­κα­λού­με­νη «μό­νη δη­μο­κρα­τία της Μέ­σης Ανα­το­λής» εί­ναι έ­να ση­μείο μη­δέν για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα.
Και α­πό την άλ­λη, έ­νας κό­σμος που δεν θέ­λει να φύ­γει, που προ­τι­μά να ζή­σει κά­τω α­πό αυ­τές τις α­δια­νό­η­τες συν­θή­κες πα­ρά να τους κά­νει την χά­ρη να τους α­δειά­σει τη γω­νιά.
Μό­νος του, χω­ρίς συμ­μα­χίες, με τις υ­πό­λοι­πες α­ρα­βι­κές χώ­ρες να μην τολ­μούν να κά­νουν α­πο­λύ­τως τί­πο­τα ό­ταν δεν βρί­σκο­νται σε συ­νεν­νό­η­ση με το Ισραήλ. Με τον Ο­ΗΕ να βγά­ζει ψη­φί­σμα­τα χω­ρίς αντίκρισμα. Με τις Η­ΠΑ να θυ­μί­ζουν στη­μέ­νο διαι­τη­τή που δεν τη­ρεί ού­τε τα προ­σχή­μα­τα, φέ­τος έ­κα­ναν άλ­λω­στε το α­πο­φα­σι­στι­κό βή­μα.
Και στη χώ­ρα μας, με την κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς να σφίγ­γει σή­με­ρα το χέ­ρι του Νε­τα­νιά­χου χω­ρίς να λέει κου­βέ­ντα για ό­λα αυ­τά.
Όσο ό­μως το Πα­λαι­στι­νια­κό δεν λύ­νε­ται, δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει ει­ρή­νη στην πε­ριο­χή, δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει καν α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός διά­λο­γος με τον κό­σμο του Ισλάμ.
Σκέ­φτο­μαι τους αν­θρώ­πους που γνώ­ρι­σα ε­κεί­νες τις μέ­ρες και ελ­πί­ζω μια μέ­ρα η ση­μαία της Πα­λαι­στί­νης να α­νε­μί­σει πε­ρή­φα­να στην Ιε­ρου­σα­λήμ. Μα­ζί με αυ­τή του Ισραή­λ, σύμ­φω­νοι. Αλλά και ι­σό­τι­μα με αυ­τή.
Κι έ­τσι μπο­ρεί κι ε­γώ να ξα­να­γυ­ρί­σω στην Πα­λαι­στί­νη.
Ίσως στο Πα­γκό­σμιο Κύ­πελ­λο του 2022
Εφ «η ΕΠΟΧΗ» 16 Ιουλίου, 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου