Του Βασίλη Παπαστεργίου
Ο τελικός του Μουντιάλ είναι ο πιο σημαντικός αγώνας της τετραετίας. Είναι το τέλος μιας σειράς εκατοντάδων αγώνων ανά τον πλανήτη, που όλοι έχουν τη σημασία τους. Πριν το Γερμανία – Αργεντινή το 2014, στα προκριματικά υπήρξε π.χ. ένα Τζιμπουτί- Ναμίμπια και ένα Νέα Καληδονία – Νήσοι Σολομώντα, που ήταν το ματς της χρονιάς για τους ανθρώπους εκεί.
Πολλοί άνθρωποι –μεταξύ τους κι εγώ– θυμούνται που βρισκόντουσαν την ημέρα του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου, κάθε τελικού που έχουν ζήσει. Έτσι κι εγώ θυμάμαι ακριβώς που είδα κάθε τελικό μετά το 1978, που είναι ο πρώτος που θυμάμαι.
Θυμάμαι, λοιπόν, ότι τον τελικό του 2002 τον είδα σε ένα νοσοκομείο στη Ραμάλα. Ήταν 30 Ιουνίου 2002, 16 χρόνια και λίγες μέρες από σήμερα.
Ήταν οι μέρες που το Ισραήλ είχε επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας σε όλες τις παλαιστινιακές πόλεις. Ο Αραφάτ ήταν αποκλεισμένος στο αρχηγείο του, περικυκλωμένος από τα ισραηλινά τανκς. Κι όλα αυτά μόλις 7 χρόνια μετά την παρά λίγο ιστορική συμφωνία στο Ελσίνκι, που υποτίθεται ότι άνοιγε το δρόμο στη δημιουργία του παλαιστινιακού κράτους.
Προσγειωθήκαμε στο Τελ Αβίβ, μια ομάδα περίπου 20 ανθρώπων από την Ελλάδα. Ανάμεσά μας ήταν η αξέχαστη Αννίτα Μιχαηλίδου και ο αξέχαστος Γκουίντο Τζιόφφι. Στους αρμόδιους του αεροδρομίου δηλώσαμε ότι είμαστε προσκυνητές του Πανάγιου Τάφου, κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να γίνει πιστευτό με βάση την εμφάνιση του όλου γκρουπ. Ωστόσο έκαναν ότι μας πίστεψαν.
Φτάσαμε στην Ιερουσαλήμ. Για δυο – τρεις μέρες περιφερόμαστε μέσα στο τείχη της παλιάς πόλης περιμένοντας την άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας στα κατεχόμενα για να μπούμε μέσα. Η παλιά Ιερουσαλήμ είναι μια μαγική πόλη. Ακούγεται κλισέ, αλλά είναι στ’ αλήθεια σαν να ταξιδεύεις σε ένα πολύ παρελθόντα χρόνο.
Πήγαμε και στη σύγχρονη Ιερουσαλήμ. Για να μπεις σε μπαρ, πέρναγες έλεγχο στην είσοδο, για το φόβο αν έχεις μαζί σου εκρηκτικά. Μια μέρα πέσαμε πάνω σε μια σχολική εκδρομή μαθητών του δημοτικού. Μπροστά και στο πλάι οι δάσκαλοι με αυτόματα όπλα στα χέρια και πίσω οι μαθητές, μια απίστευτη εικόνα. Κι ωστόσο, μια κοινωνία έχει εκπαιδευτεί να θεωρεί αυτή την εικόνα φυσιολογική.
Ta check points
Ήρθε η μέρα να περάσουμε στα παλαιστινιακά εδάφη. Για να μπεις στη Ραμάλα, τη Ναμπλούς ή τη Βηθλεέμ, έπρεπε να περάσεις από τα σημεία ελέγχου του ισραηλινού στρατού, τα περίφημα check points. Η λογική λέει ότι οι έλεγχοι θα έπρεπε να είναι πιο αυστηροί για να μπεις στο Ισραήλ και πολύ λιγότερο για να πας στα παλαιστινιακά εδάφη. Δεν αποδείχθηκε σωστή αυτή η εκτίμηση. Φτάσαμε σε ένα check point και κατεβήκαμε. Περιμέναμε κάτω από τον καυτό ήλιο της Μέσης Ανατολής. Μαζί μας, δεκάδες Παλαιστίνιοι, μανάδες με τα παιδιά τους, γριές και γέροι, νέοι άντρες που γυρνούσαν από την εργασία τους στην Ιερουσαλήμ.
-Πόσο θα περιμένουμε;
Κανείς δεν ξέρει. Οι ισραηλινοί στρατιώτες δεν μιλούν, δεν δίνουν απάντηση. Όταν υπάρχει κάποια κίνηση, σπρώχνουν, βρίζουν, κλωτσάνε, τους φέρονται σαν ζώα. Και ο κόσμος απλά περιμένει. Το check point δεν ανοίγει. Κάποιοι που περιμένουν μαζί μας, μας εξηγούν: «Καμιά φορά ανοίγουν αμέσως, άλλες φορές περιμένεις 3-4 ώρες, κάποιες φορές κοιμόμαστε εδώ. Μια γυναίκα την προηγούμενη εβδομάδα γέννησε στο check point». Μοιρολατρία και απελπισία. Περιμένουμε μία, δυο, τρεις ώρες. Στο τέλος κάποιος μας λέει ότι υπάρχουν παράνομα ταξί, που μπορούν μέσα από απόκεντρες διαδρομές να σε πάνε εντός. Μπαίνουμε σε τέτοια ταξί. Αφήνουμε πίσω μας τον κόσμο που περιμένει, για πόσες ώρες ακόμα, ποιος ξέρει; Άνθρωποι για τους οποίους το ταξίδι από, και προς, τη δουλειά τους είναι μια καθημερινή οδύσσεια. Φεύγεις από το σπίτι σου χωρίς να ξέρεις κατά διάνοια τι ώρα θα γυρίσεις. Δεν γίνεται όμως αλλιώς, δεν υπάρχουν δουλειές στα κατεχόμενα. Τελικά, με τα παράνομα ταξί μπαίνουμε στα κατεχόμενα.
Ό,τι κυκλοφορεί, πυροβολείται
Τα πάντα είναι κλειστά, υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας. Ισραηλινά τανκς περιπολούν στους δρόμους. Οι δρόμοι είναι χαραγμένοι από τις ερπύστριες. Κάθε πέμπτη μέρα, οι Ισραηλινοί επιτρέπουν την κυκλοφορία μεταξύ 9πμ και 3μμ, προκειμένου να γίνει ο ανεφοδιασμός των σπιτιών. Τις υπόλοιπες ώρες και μέρες τα μόνα οχήματα που επιτρέπεται να κυκλοφορούν είναι τα ασθενοφόρα. Ό,τι άλλο κυκλοφορεί, πυροβολείται. Τα παντζούρια είναι όλα κλειστά, υποχρεωτικά. Μόνο στις 9 το πρωί της πέμπτης μέρας ξαφνικά η πόλη ζωντανεύει, ο κόσμος τρέχει στους δρόμους, τα παράθυρα ανοίγουν, τα μαγαζιά ανεβάζουν ρολά. Στις 14:55 όλα έχουν τελειώσει.
Φτάνουμε στη Ραμάλα, μας προωθούν σε ένα νοσοκομείο. Εδώ θα περάσουμε τις επόμενες δύο εβδομάδες. Θα μένουμε μέσα στο νοσοκομείο, θα μπαίνουμε στα ασθενοφόρα έτσι ώστε να μπορούμε να κυκλοφορήσουμε και να δούμε λίγο την κατάσταση που επικρατεί.
Εγώ μπαίνω σε μια φαρμακαποθήκη. Παίρνω τις παραγγελίες για φάρμακα, τα κατεβάζω και με τα ασθενοφόρα κάνω διανομή κατ’ οίκον. Και κάπως έτσι μπαίνω στα σπίτια των Παλαιστινίων. Δίνουμε τα φάρμακα, μας σερβίρουν το τσάι και αρχίζει η κουβέντα.
Έχουν απελπιστεί. Με το Ελσίνκι πίστεψαν σε μια λύση, αλλά τώρα η κατάσταση έχει ξεφύγει. Δεν έχουν δουλειές, ζουν σαν φυλακισμένοι στα σπίτια τους. Αλλά δεν θέλουν να φύγουν. Αυτό είναι που θέλει το Ισραήλ. Εξάλλου έχουν συγγενείς πρόσφυγες στο Λίβανο και την Ιορδανία, ζουν εδώ και δεκαετίες σε προσφυγικά καμπ, ζωή είναι κι αυτή;
Οι περισσότεροι λένε ότι δέχονται τη λύση των δύο κρατών, κάποιοι –αρκετά λιγότεροι– είναι αντίθετοι στην ιδέα του κράτους του Ισραήλ. Τους λέω ότι διαφωνώ μαζί τους σε αυτό, το δέχονται.
Μας μιλούν για τους καθημερινούς μικρούς εξευτελισμούς από τους Ισραηλινούς. Το είδαμε εξάλλου στα check points. Τις προσβολές, τα χτυπήματα με γκλοπ, τους τραυματισμούς από σφαίρα για ψύλλου πήδημα, την προκλητική ατιμωρησία των Ισραηλινών.
Όταν γίνεται μια επίθεση αυτοκτονίας στο Ισραήλ, οι περισσότεροι χαίρονται. Τους λέω ότι θα έκανα μια διάκριση μεταξύ του στρατού κατοχής και του γενικού πληθυσμού του Ισραήλ. Ωστόσο, και ξέρω ότι αυτό που λέω είναι κάπως, εκείνες τις μέρες κατάλαβα τους βομβιστές αυτοκτονίας. Θέλω να πω ότι αν κάποιος είναι Παλαιστίνιος, 20χρονος και υφίσταται όλο αυτό τον καθημερινό εξευτελισμό, δεν νομίζω ότι είναι παράλογο να επιλέξει την ηρωική έξοδο σε σχέση με μια ζωή ταπείνωσης. Λυπάμαι, αλλά όποιος έχει άλλη γνώμη, ας πάει μια βόλτα από εκεί πρώτα και μετά το συζητάμε.
Ένα βράδυ οι Ισραηλινοί σταματάνε το ασθενοφόρο. Μας στήνουν στον τοίχο, προτάσσουν τα αυτόματα. Είναι σκοτάδι, αγριευόμαστε. Τελικά κάνουν έλεγχο στο ασθενοφόρο. Μας κρατάνε έτσι περίπου μισή ώρα. Μετά φεύγουν χωρίς να πουν τίποτα.
Εν τω μεταξύ στην Ιαπωνία και την Νότια Κορέα διεξάγεται το Παγκόσμιο Κύπελλο. Είχαμε μπει στη φάση των νοκ-άουτ. Παρά την απελπισία της κατάστασης, ο κόσμος βλέπει μπάλα με μεγάλο ενδιαφέρον. Βλέπουμε τα ματς σε δωμάτια αρρώστων που πρόθυμα μας φιλοξενούν ή στις τηλεοράσεις των διοικητικών υπηρεσιών. Μπύρα δεν επιτρέπεται, πίνουμε τσάι, αλλά ωραία είναι κι έτσι.
Ο τελικός
Οι περισσότεροι υποστηρίζουν τη Βραζιλία, λιγότεροι την Τουρκία, κανένας τις ΗΠΑ. Η νίκη της Γερμανίας επί των ΗΠΑ πανηγυρίζεται, αλλά η Γερμανία δεν έχει καμία συμπάθεια στη συνέχεια. Η αντιπάθεια προς τους Γερμανούς θα μπορούσε να συνοψιστεί στην φράση «σκότωσαν και κυνήγησαν τους Ισραηλινούς κι έτσι αυτοί ήρθαν και μας κατσικώθηκαν στην χώρα μας». Κάπως προβληματικό, αλλά αυτό ήταν.
Η Βραζιλία νικά την Τουρκία στον ημιτελικό και έτσι ο τελικός είναι Βραζιλία – Γερμανία.
Η μέρα του τελικού είναι η τελευταία μας πλήρης μέρα. Την επόμενη φεύγουμε για Ελλάδα. Πηγαίνω να δω το ματς σε ένα δωμάτιο με δυο τραυματίες. Ο ένας έχει σφαίρες στο πόδι από Ισραηλινούς, βγήκε από το σπίτι να δει την αδελφή τους που ήταν άρρωστη. Ο άλλος δεν θυμάμαι τι είχε. Όλες οι πόρτες στα δωμάτια ανοιχτές, όλος ο κόσμος, άρρωστοι, νοσηλευτές και αλληλέγγυοι βλέπουμε μπάλα. Τρέλα. Όλος ο κόσμος υποστηρίζει τη Βραζιλία. Νομίζω ότι η Βραζιλία είναι η έκφραση της ποδοσφαιρικής ουτοπίας. Προφέροντας την λέξη «Βραζιλία», κάποιος φαντάζεται την τέλεια ομάδα που δεν υπήρξε, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ, μια ενδεκάδα χορευτών, μάγων της μπάλας. Η δεκαετία του ‘50 προσέδωσε αυτή την έννοια σε αυτή τη λέξη και αυτή η μαγεία παραδόξως ακόμα διαρκεί. Κάποιοι βέβαια, όπως ο Ροναλντίνιο ή ο Ριβάλντο φρόντισαν να ανανεώσουν αυτό το μύθο.
Όταν λέω ότι όλοι υποστηρίζουν τη Βραζιλία, εννοώ όλοι. Ακόμα και οι γερμανοί αλληλέγγυοι! Θες από την περίφημη γερμανική ενοχή (που ακόμα διατηρούν οι αλληλέγγυοι), θες από το γενικότερο κλίμα, οι γερμανοί αλληλέγγυοι υποστηρίζουν φανερά και κάπως κραυγαλέα τους Βραζιλιάνους.
Ο Ριβάλντο σουτάρει, ο Καν χάνει τη μπάλα μέσα από τα χέρια του, ο χοντρούλης Ρονάλντο έρχεται, 1-0. Λίγο μετά πάλι ο Ρονάλντο κάνει το 2-0. Χαμός, φωνές σε όλους τους θαλάμους. Πέφτει το σκοτάδι, ησυχία στο νοσοκομείο, οι άρρωστοι είναι χαρούμενοι, οι Βραζιλιάνοι κέρδισαν, οι Γερμανοί έχασαν. Όλα αύριο θα είναι τα ίδια, αλλά κάτι καλό έγινε απόψε. Η νίκη της Βραζιλίας είναι η νίκη των φτωχών και καταφρονεμένων αυτού του κόσμου. Είναι (ξανά!) κλισέ, αλλά είναι αλήθεια.
Την επόμενη μέρα φτάνουμε στο Μπεν Κουριόν τρεις ώρες πριν την πτήση, (αφού έχουμε φάει ένα τετράωρο στο check point). Οι Ισραηλινοί της ασφάλειας αεροδρομίου μας περιμένουν σε ένα κλίμα «προσκυνητές του Πανάγιου Τάφου, ε; Τώρα θα εξηγηθούμε, πουλάκια μου».
Μου βγάζουν τα ρούχα, μου παίρνουν το κινητό, το συνδέουν με ένα υπολογιστή, κοιτάζουν όλες μου τις κλήσεις, τα βάζω με την αφέλειά μου να μην διαγράψω όλες μου τις κλήσεις αυτές τις μέρες.
– Πότε θα φύγουμε;
– Θα δούμε αν θα φύγετε.
Με πάνε σε ένα δωμάτιο που με παραλαμβάνει μια πιτσιρίκα Ισραηλινή, δεν θα ήταν πάνω από 25.
– Τι ήρθες να κάνεις εδώ;
– Να δω τι συμβαίνει και να βοηθήσω τους Παλαιστίνιους
– Και τι είδες;
– Ότι τους έχετε κάνει το βίο αβίωτο.
– Πολύ τους βοήθησες, σε 15 μέρες φεύγεις, φοβερή αλληλεγγύη, μπράβο, ωραίος τύπος είσαι!
Ειρωνεία και πληρωμένη απάντηση. Δαγκώνομαι.
Τελικά μπαίνουμε στο αεροπλάνο την τελευταία στιγμή, προσγειωνόμαστε στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, οι ελληνικές εφημερίδες γράφουν για μια βόμβα που έσκασε στα χέρια ενός νεαρού στον Πειραιά, η αστυνομία τον συνδέει με την τρομοκρατία και την 17 Νοέμβρη. «Σιγά μην πιάσουν την 17 Νοέμβρη», σκέφτομαι και παίρνω το λεωφορείο για το σπίτι.
Ήταν 1η Ιουλίου 2002. Τέλος του ταξιδιού, τέλος του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Δεν ξαναγύρισα στην Παλαιστίνη. Σκέφτομαι αυτή την πιτσιρίκα και θυμώνω γιατί σκέφτομαι ότι αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο.
Η Παλαιστίνη είναι μόνη
Η Παλαιστίνη είναι μόνη. Το Παλαιστινιακό είναι μια πληγή που συνεχώς αιμορραγεί. Το Ισραήλ, ας μην φοβόμαστε τις λέξεις, είναι το απαρτχάιντ του 21ου αιώνα. Η στρατηγική του συνοψίζεται στο να υποχρεώσει τους Παλαιστίνιους να φύγουν παίρνοντας κομματάκι – κομματάκι τη γη τους.
Καθημερινά νέοι εποικισμοί, που απομακρύνουν όλο και περισσότερο τη δίκαιη λύση.
Και παράλληλα, ωμή βία, δολοφονίες, πολύχρονες φυλακίσεις χωρίς κατηγορία. Η αυτοαποκαλούμενη «μόνη δημοκρατία της Μέσης Ανατολής» είναι ένα σημείο μηδέν για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και από την άλλη, ένας κόσμος που δεν θέλει να φύγει, που προτιμά να ζήσει κάτω από αυτές τις αδιανόητες συνθήκες παρά να τους κάνει την χάρη να τους αδειάσει τη γωνιά.
Μόνος του, χωρίς συμμαχίες, με τις υπόλοιπες αραβικές χώρες να μην τολμούν να κάνουν απολύτως τίποτα όταν δεν βρίσκονται σε συνεννόηση με το Ισραήλ. Με τον ΟΗΕ να βγάζει ψηφίσματα χωρίς αντίκρισμα. Με τις ΗΠΑ να θυμίζουν στημένο διαιτητή που δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα, φέτος έκαναν άλλωστε το αποφασιστικό βήμα.
Και στη χώρα μας, με την κυβέρνηση της Αριστεράς να σφίγγει σήμερα το χέρι του Νετανιάχου χωρίς να λέει κουβέντα για όλα αυτά.
Όσο όμως το Παλαιστινιακό δεν λύνεται, δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στην περιοχή, δεν μπορεί να υπάρξει καν αποτελεσματικός διάλογος με τον κόσμο του Ισλάμ.
Σκέφτομαι τους ανθρώπους που γνώρισα εκείνες τις μέρες και ελπίζω μια μέρα η σημαία της Παλαιστίνης να ανεμίσει περήφανα στην Ιερουσαλήμ. Μαζί με αυτή του Ισραήλ, σύμφωνοι. Αλλά και ισότιμα με αυτή.
Κι έτσι μπορεί κι εγώ να ξαναγυρίσω στην Παλαιστίνη.
Ίσως στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022
Εφ «η ΕΠΟΧΗ» 16 Ιουλίου, 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου