2013-05-19

Το πρότυπο του Αλέκου Παναγούλη ο Αρμόδιος και Αριστογείτονας Συνέντευξη με τον Γιώργο Μωράκη, που βοήθησε στην απόδραση του

Τη συνέντευξη πήρε ο Μάκης Μπαλαούρας

«Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ»
Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα»

(Από «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ» του Αλέκου Παναγούλη)

*Γιώργο εσύ ήσουν ένας έφεδρος Δεκανέας. Ήρθες ξαφνικά στις αρχές του 1969 σε επαφή με έναν δολοφόνο, όπως σου έλεγαν, που ήταν κρατούμενος στις φυλακές, στο Μπογιάτι. Περιέγραψε τη σκηνή μόλις τον είδες, τι ένοιωσες;

-Οι συνάδελφοι για να με αγριέψουνε, μου είπανε ότι θα σε πάμε να γνωρίσεις ένα βαρύ εγκληματία. Δεν μου είπαν ότι ήταν ο Αλέκος Παναγούλης. Πράγματι πήγα στο κελί το οποίο το χώριζε ένας μικρός θάλαμος και ενδιάμεσα μια σκληρή σιδερένια πόρτα η οποία είχε μια τρύπα, για να βλέπεις μέσα. Την ώρα λοιπόν που μου είπανε δες ποιος είναι μέσα, ο Αλέκος για να μου κάνει πλάκα μου έβγαλε το δάχτυλο για …υποτίθεται, για να μου βγάλει το μάτι. Εκεί μου αποκάλυψαν ότι είναι ο Αλέκος Παναγούλης τον οποίο δεν ήξερα, αν και είχα ακούσει για αυτόν στην προπαγάνδα. Συνάντησα λοιπόν έναν άνθρωπο ο οποίος από την πρώτη στιγμή με το διαπεραστικό του βλέμμα με άγγιξε. Ήταν σε άθλια κατάσταση, μόλις είχε γυρίσει από τις φυλακές της Αίγινας, που τον είχαν πάει για να τον εκτελέσουν, φοβερά ταλαιπωρημένος από τα βασανιστήρια, σε μια άθλια σωματική, όχι όμως ψυχική κατάσταση. Ήταν δυνατός, ακμαίος και έτοιμος να ξανακάνει αυτό που έκανε τον Αύγουστο του 1968. Έζησα έξι μήνες με τον Αλέκο, σε καθημερινή βάση, από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι και τις 5 Ιουνίου του 1969 που αποδράσαμε μαζί.

*Προφανώς με την καθημερινή επαφή σου, σαν φύλακας του Παναγούλη, έγινε μια μετάλλαξη μέσα σου. Είδες έναν άνθρωπο βασανισμένο…

-Ζούσε σε ένα βρωμερό κελί, βόθρος, χωρίς τουαλέτα, χωρίς παράθυρα, χωρίς κρεβάτι μόνο με ένα παλιό στρώμα και μόνιμα δεμένος με χειροπέδες. Το κλειδί από τις χειροπέδες το είχαμε εμείς και όποτε μας δινόταν η ευκαιρία του τις λύναμε. Για να ξεκουραστούνε τα χέρια του. Αλλά ήμαστε υποχρεωμένοι να τις ξαναβάλουμε γιατί βρισκόμασταν σε κατάσταση πολιορκίας, πήγαινες έκτακτο στρατοδικείο και πήγαινες και για εκτέλεση. Δεν το ήθελε και ο ίδιος ο Αλέκος. Μας προστάτευε παρόλο ότι ήθελε την ελευθερία του μας προστάτευε. Δηλαδή ο Αλέκος όσο σκληρός επαναστάτης και να ήταν δεν θα μας έφευγε ποτέ από τα χέρια μας ούτως ώστε να μας δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στρατοδικείου, μόνο και μόνο για να απελευθερωθεί. Ήθελε να απελευθερωθεί, ήθελε να αποδράσει με τη δική μας βοήθεια, με τη δική μας συναίνεση. Και προσωπικά με τη δική μου. Γιατί μόνο σε μένα είχε εμπιστοσύνη.

*Οι άλλοι δύο επηρεάστηκαν;

-Καλά συμπεριφέρονταν, δεν επηρεάστηκαν όμως τόσο όσο εγώ ώστε να του ανοίξουν την αμπάρα του κελιού και τις χειροπέδες και να τον βγάλουν έξω και να αποδράσει. Δεν θα το έκαναν ποτέ.

*Έμπαινες μέσα στο κελί και έκανες κουβέντες μαζί του ;

-Συνέχεια η συζήτηση ήταν συνεχόμενη για τα πάντα. Από πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική, μέχρι οικογενειακή ότι συζήτηση μπορούσες να φανταστείς γινόταν μεταξύ εμού και του Αλέκου.

*Σου παρουσίασαν τον Αλέκο ως δολοφόνο;

-Ναι. Όμως ήξερα ότι ο άνθρωπος αυτός αποπειράθηκε να εκτελέσει τον δικτάτορα. Άρα μου ανέβηκε πάρα πολύ στη συνείδησή μου. Δεν είχα να κάνω με έναν εγκληματία κοινού ποινικού δικαίου. Είχα να κάνω με έναν άνθρωπο ο οποίος τα ‘ ‘βαλε με έναν ολόκληρο στρατό. Και αυτό με συγκινούσε ιδιαίτερα.

*Συζητήσεις για τους τυραννοκτόνους της Αρχαίας Αθήνας κάνατε;

-Είχε σαν πρότυπο τον Αρμόδιο και Αριστογείτονα, οι οποίοι όχι μόνο δεν εκτελέστηκαν, αλλά τιμήθηκαν από τη δημοκρατία της Αθήνας και μάλιστα τους κηδεύσαν με τιμές στον Κεραμεικό.

*Επομένως συζητούσατε και τέτοιου είδους ζητήματα.

-Βεβαίως. Άρα μέρα με την ημέρα δενόμουν με αυτόν τον άνθρωπο. Μέρα με την ημέρα. Και ο άνθρωπος δεν θέλει και πολύ να βοηθήσει έναν άνθρωπο ο οποίος δεινοπαθεί.

*Εσύ τώρα πως ένοιωθες από τη στιγμή που κατάλαβες ότι αυτός είναι ένας αγωνιστής ένας άδολος άνθρωπος που έχει πίστη που έχει το θάρρος..

-Και το όραμα να βοηθήσει για την επαναφορά της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

Η απόδραση

*Όταν αποφάσισε, σου μίλησε ότι θα πρέπει να αποδράσει;

-Μου το είπε το πρωί της ίδιας μέρας. Εγώ εκείνη την ημέρα έπρεπε να βγω έξοδο και για να καθίσω μέσα έδωσα την έξοδό μου σε κάποιο λοχία. Λοιπόν επειδή είχα τα κλειδιά της φυλακής και τα κλειδιά από τις χειροπέδες το βράδυ αφού μπήκανε μέσα οι ποινικοί κρατούμενοι ντυθήκαμε με τις στολές μας. Εγώ με τη δική μου στολή και ο Αλέκος με τη δεύτερη δική μου στολή. Φτιάξαμε το στρώμα έτσι ούτως ώστε να φαίνεται ότι κοιμάται κάποιος κλειδώσαμε το κελί πήραμε τα κλειδιά και κατεβήκαμε στη πύλη της εσωτερικής μάνδρας της φυλακής. Εκεί υπήρχε μια σκοπιά. Κάθε βράδυ ερχόταν από το ΚΕΒΟΠ νεοσύλλεκτοι και φυλούσαν τις φυλακές. Αυτό εκμεταλλευτήκαμε. Οι οποίοι εμένα με βλέπανε σαν δεκανέα της φρουράς αλλά τον Αλέκο δεν τον είχαν δει ποτέ. Δεν τον βγάζαμε ποτέ έξω. Κατεβαίνοντας λοιπόν στην πύλη του πετάξαμε τα κλειδιά στον νεοσύλλεκτο, μας άνοιξε την πόρτα από έξω, ανέβηκε στη σκοπιά του, κλειδώσαμε την πόρτα έτσι απλά, αλλά με φοβερή αγωνία βέβαια και περάσαμε πίσω από το διοικητήριο, γιατί μπροστά ήταν αξιωματικοί της φρουράς. Πηδήξαμε τη μάντρα, η οποία εσωτερικά ήταν γύρω στα δύο μέτρα, ανέβηκε ο ένας πάνω στο άλλο, αλλά από έξω ήταν πάνω από πέντε έξι μέτρα. Πηδήξαμε τη μάντρα, αλλά για κακή μας τύχη μας περίμεναν τσοπανόσκυλα και κόντεψαν να μας φάνε. Το ξεπεράσαμε όμως και έτσι ξεκίνησε πλέον το οδοιπορικό μας να κατέβουμε στην Αθήνα για να βρούμε κάποιο καταφύγιο.

*Τελείως μόνοι σας, δηλαδή.

-Δεν υπήρχε καμία συνεννόηση με κανέναν εσωτερικά και με κανέναν εξωτερικά. Άρα ενεργήσαμε από μόνοι μας. Δεν ήξερε κανένας τι πρόκειται να κάνουμε. Και δεν μας περίμενε έξω κανένας. Γιατί αν είχαν ειδοποιηθεί κάποιοι θα μας περίμεναν έξω στον εθνικό δρόμο θα μας έπαιρναν και θα εξαφανιζόμασταν. Δεν είχε γίνει αυτό, άρα έπρεπε να πάρουμε την κατιούσα για την Αθήνα για να βρούμε κάποιο κρησφύγετο. Τα κρησφύγετα όμως δεν ανοίγανε εύκολα όταν στις δύο, τρεις η ώρα τη νύχτα χτύπαγες σε κάποιο φίλο, δε σου άνοιγε γιατί σου λέει κάτι συμβαίνει. Είτε κανένας χουντικός είναι, είτε κάποιος κυνηγημένος είναι και δεν άνοιγαν τις πόρτες παρόλο ότι βγήκανε μετά πολλοί σε σπίτια που πήγαμε και είπανε γιατί δεν ήρθατε σε μας. Μα ήρθαμε κύριοι, αλλά δεν μας ανοίξατε την πόρτα. Λοιπόν μετά από πολλές εναλλαγές σπιτιών που δεν μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν γιατί ήταν όλοι σταμπαρισμένοι από τη χούντα, καταλήξαμε στον ξάδερφο του Αλέκου, παλιό χωροφύλακα Πατίτσα και τον Περδικάρη και νομίζαμε ότι εκεί βρήκαμε καταφύγιο, όμως αυτοί οι άνθρωποι για τα πεντακόσια χιλιάρικα και για θέσεις στο δημόσιο, παραδώσανε τα κλειδιά του διαμερίσματος στην ασφάλεια της Νέας Ιωνίας και μας κάνανε τσιμπητούς στις 9 Ιουνίου. Τέσσερις μέρες μετά από την απόδραση. Μέχρι τότε περιπλανιόμασταν από το ένα σπίτι στο άλλο, μας έδιωχνε ο ένας, μας καλούσε ο άλλος και ούτω κάθε εξής. Κανένας δεν είχε όμως τη δυνατότητα και το σθένος να μας φιλοξενήσει περισσότερο πλην της Τασίας της ξαδέρφης του Αλέκου, η οποία θέλησε να μας βοηθήσει, μας έδωσε λεφτά αλλά δεν μπορούσε να μας φιλοξενήσει γιατί ήταν το πρώτο σπίτι που θα ψάχνανε μετά την απόδραση, όπως και πράγματι συνέβη την επόμενη μέρα το πρωί, μόλις είχαμε φύγει. Φαντάσου αν ήταν δηλαδή φτιαγμένη η κατάσταση έτσι θα ήμαστε στην Ιταλία και ακόμα δεν θα ήξεραν τίποτα εδώ.

*Ο στόχος σας ήταν η Ιταλία;

-Εκεί προσπαθούσε ο Αλέκος, προσπαθούσαμε να βρούμε το Στάθη, δεν ήταν δυνατή η επαφή με το Στάθη και έτσι το πρώτο βράδυ μείναμε στον Πατίτσα και στον Περδικάρη, μας έδιωξαν την άλλη μέρα και έτσι την τελευταία βραδιά επειδή δεν είχαμε που να πάμε πλέον καταλήξαμε πάλι στους ίδιους. Οι ίδιοι μας κατέδωσαν και τελείωσε η υπόθεση. Ο μεν Αλέκος ξανά οδηγήθηκε στο Μπογιάτι για να εκτίσει την δις εις θάνατον καταδίκη του και εγώ σε άλλες φυλακές με 37 χρόνια στη πλάτη.

*Πότε τον ξαναείδες τον Παναγούλη ;

-Όταν βγήκα από τη φυλακή τον Ιούλιο του 1974 που έπεσε η Χούντα.

*Ποια ήταν η επαφή σας ; Πως μπορείς να την περιγράψεις ;

-«Που είσαι παπαδοπουλάκι;» μου είπε ο Αλέκος. Ήταν καυστικός στα σχόλιά και στις εκδηλώσεις του. Όμως είχαμε δεθεί στενά τόσο στενά που η φιλία μας ήταν ανεξάντλητη μέχρι και την ημέρα που έφυγε από τη ζωή. Η μάνα του η Αθηνά με λάτρευε αλλά και η υπόλοιπη οικογένεια η σημερινή που είναι εν ζωή. Ο Στάθης, η γυναίκα του η πρώτη, η γυναίκα του η δεύτερη, τα παιδιά του, έχω βαφτίσει ένα από τα δύο παιδιά, ένα εγώ και ένα ο Σπύρος ο Μουστακλής . Δημιουργήθηκε μια σχέση μεταξύ εμού και της οικογένειας του Παναγούλη η οποία είναι ανεξίτηλης αγάπης. Είναι δεσμοί που ο ένας πέφτει στη φωτιά για τον άλλο. Όλα αυτά τα συναισθήματα δεν γεννιούνται πλέον μεταξύ των ανθρώπων.
Όποτε βρισκόμασταν ήταν χαράς ευαγγέλιο. Ήταν άνθρωπος ο οποίος εκτίμησε πάρα πολύ, βαθύτατα, όπως και όλη η οικογένεια εκτίμησε και αυτή τη μικρή πράξη που έκανα για τον Αλέκο.

Αν ζούσε ο Αλέκος σήμερα

*Δεν ήταν μικρή πράξη.

-Εγώ θα το έλεγα μικρή πράξη. Θα μπορούσε να το κάνει ο οποιοσδήποτε, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είχε λίγα ανθρώπινα αισθήματα.

*Εσύ δεν είχες μόνο ανθρώπινα αισθήματα. Είχες μια αντίληψη για την κοινωνία, για την ελευθερία για τη δημοκρατία.

-Ναι είχα γαλουχηθεί από τους γονείς μου έτσι οι οποίοι ήταν βενιζελικοί, αλλά εγώ προχώρησα ακόμα περισσότερο όπως και τα αδέλφια μου και γι αυτό και γράφτηκα στη Νεολαία Λαμπράκη και για αυτό έκανα παρέα με κομμουνιστές. Οι ιδεολογικές μου καταβολές μου επέτρεπαν να είμαι όσο το δυνατόν πιο παρορμητικός απέναντι στον Αλέκο.

*Είπες ότι λείπει ο Αλέκος στη σημερινή εποχή. Γιατί;

-Λείπει ο Αλέκος γιατί πιστεύω χωρίς να είναι εγωιστικό και χωρίς να είναι υπερβολή επειδή τον έζησα έντονα ότι ο άνθρωπος αυτός σήμερα εάν ήταν εν ζωή πιστεύω ότι θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πολιτικά πράγματα στη χώρα. Πιστεύω ότι αν ήταν εν ζωή πολύ δύσκολα να κυβερνούσε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όμως αλλοίμονο, όπως έλεγε ο Μπρεχτ, αν μια χώρα χρειάζεται ήρωες για να προχωρεί. Χρειάζεται δυστυχώς ήρωες. Πιστεύω ότι ο Αλέκος, χωρίς να θέλω, σε καμία περίπτωση, να υποτιμήσω τον αγώνα των άλλων συναγωνιστών και συντρόφων, ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να ανατρέψει πολλές πολιτικές ανωμαλίες στον τόπο.

*Σε βασάνισαν όταν σε πιάσανε;

-Κοίταξε, δεν θα έλεγα ότι τα βασανιστήρια που πέρασα ήταν σκληρά, αλλά το ξύλο που έφαγα ήταν πάρα πολύ. Δηλαδή δεν είχα τα βασανιστήρια που είχε ο Στάθης, ο Αλέκος, ο Μιχάλης ο Βαρδάνης. Δεν είχα καυτή βελόνα να μου περνάνε στην ουρήθρα. Αλλά είχα αρκετό ξυλοκόπημα. Και ψυχολογικά βασανιστήρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου